Ένα καλοκαίρι…

Καλοκαιρινές καυτές μέρες υπνωτίζουν σιγά σιγά το μυαλό μου. Ενώ σειρήνες φωνάζουν στ’ αυτιά μου, ν’ αποδράσω από τα δεσμά μου, να τρέξω κοντά τους.

Να μείνω για πάντα συντροφιά τους.

Στα χείλη μου, η γεύση της αλμύρας από το κορμί σου το αγαλματένιο. Να το λούζει ο ήλιος. Κι ένας μικρός πόνος απ’ τ’ οργισμένο δάγκωμα στο τέλος του παθιασμένου φιλιού σου.
Μια γλυκιά ηδονή στην καρδιά… Μια μικρή αλητεία στα μάτια… Μια απόδραση του νου σε εξωτικά, μακρινά, απομονωμένα, απάτητα κι ανεξερεύνητα νησιά. Κάπου που κανείς δε θα με βρει, κάπου που κανείς δε με ξέρει.
Εκεί που δε χρεώνομαι τα λάθη μου.

Η συνείδησή μου κοιμάται έναν δίκαιο ύπνο χωρίς όνειρα ή εφιάλτες.

Κάτι τέτοιες καυτές μέρες ο αλτρουιστικός άγγελος στο δεξί μου ώμο σωπαίνει απειλητικά και αποχαυνωμένα.
Καμιά φορά ο υπόκωφος ήχος της σιωπής με τρομάζει. Ο μικρός τσαχπίνης, σκανταλιάρης δαίμονας στέκει ολόρθος στον αριστερό μου ώμο. Κουνάει την ουρά του χαιρέκακα και χοροπηδά μανιασμένα. Με ένα παράξενο αινιγματικό χαμόγελο, ψιθυρίζει στ’ αυτιά μου ιστορίες για μικρά ερωτηματικά και μεγάλα “Αν…”.

Ω… Πάψε πια! Ξέρω τι θέλω, ξέρω τι κάνω.

Ποτέ ξανά δεν ήταν η ζωή τόσο ξεκάθαρα σκληρή. Ποτέ ξανά δεν είχε αλαφρύνει τόσο η ανάσα μου. Ποτέ ξανά το βλέμμα μου δεν έβλεπε τόσο καθάρια.
Θα κοιμηθώ απόψε ήσυχη. Συμφιλιωμένη με τους φόβους μου, που πάντα προσπαθούσα να τους γνωρίσω και να παλέψω μαζί τους. Όχι πια.
Θα ονειρευτώ μια θάλασσα βαθιά, γαλαζοπράσινη, γεμάτη κοραλλιογενείς υφάλους. Αγγελόψαρα χρωματιστά να κολυμπούν τριγύρω και καταπράσινα φύκια…

Θέλω μόνο να βουλιάξω στο νερό.

Τα μαλλιά μου να κινούνται ανέμελα σαν τα φύκια. Να βυθιστώ ήσυχη. Να με παρασύρει ένα ρεύμα. Η τελευταία ανάσα μου να φτιάξει όμορφες μπουρμπουλήθρες. Να τις κοιτώ να χάνονται προς τα εκεί που ο ουρανός κι ο αγέρας σμίγουν με τη θάλασσα.

Μα δε θα ξυπνήσω το πρωί σε κανένα απάνεμο λιμάνι…

Δείτε ακόμη...

Απάντηση