Βέρτιγκο

Πρώτη φορά τον έβλεπα. Στο ορκίζομαι. Κι ας τον είχα δει ξανά χιλιάδες. Πώς δεν τον είχα αναγνωρίσει; Ακόμα απορώ. Μάλλον δεν είχα δει τα μάτια του. Μόλις τα αντίκρυσα πρώτη φορά, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η θάλασσα κι ο ουρανός μαζί σε ένα βέρτιγκο. Να μην ξεχωρίζεις ποιο είναι το καθένα και να πέφτεις, να βυθίζεσαι.

Όλο ρωτούσε να μάθει εκείνο το πρώτο βράδυ. Ήξερα πως έπρεπε να φυλαχτώ. Να μη μιλήσω. Να μη με μάθει. Πάλευα να μην του πω τα πάντα. Φώναζε η καρδιά μου, “Έρωτας είναι. Μην εμπιστεύεσαι.”. Χαμήλωνα το κεφάλι και κοίταγα τη θάλασσα. Εκείνα τα μάτια με έπνιγαν. Καλύτερα η θάλασσα. Ώσπου μας βρήκε το ξημέρωμα. Εγώ να κοιτάζω εκείνη ξέπνοα και τα δικά του μάτια καρφωμένα στη θλίψη μου. Μου έκοψε την ανάσα. Μιλιά από τα χείλη μου δεν έβγαινε κι ένα τραγούδι που είχα στο νου μου έσβησε κι αυτό. Ήθελα μόνο να του πω “Έλα. Σε περίμενα. Φίλα με, ανάθεμά σε!”. Μα φοβόμουν. Έτσι είναι όταν έχεις πονέσει. Φοβάσαι πια την ίδια τη σκιά σου. Στο άγγιγμά του ξύπναγε μέσα μου ένα μαχαίρι και παγωμένη στεκόμουν να περιμένω μια ανατολή, μην κινηθεί το κορμί και ματώσει. Κι ύστερα έφυγε με ένα μυστήριο στον αέρα, με μια υπόσχεση. Κι εγώ στο δίλημμα. Να τον ψάξω και να χαθώ μονάχη μου ή να ξεχάσω πως πέρασε το χέρι του λιγάκι απ’ τα μαλλιά μου και αναρίγησε ο κόσμος μου όλος και συνταράχτηκε το κορμί μου. Προβλέψιμη είμαι και ρομαντική. Δεν άντεχα να μην τον ψάξω. Είπα μπορώ. Θ’αντέξω.

Ανάθεμά τον που δε λέει να έρθει κι ανάθεμά με που τα λάθη μου τα κάνω πανηγυρικά. Που τα λατρεύω ως την τρέλα. Που τα κυνηγώ μέχρι το τέλος. Κι εκείνον να τον κυνηγώ όπως η γάτα το ποντίκι και να μη τον φτάνω ποτέ. Κουράστηκα να είναι άπιαστος. Γιατί κι όταν στα χέρια του με κράταγε δεν ήτανε ποτέ δικός μου. Κι ήθελα όσο τίποτα να μου ανήκει. Έστω για λίγες στιγμές. Δικές μας μονάχα. Έτσι ερωτεύομαι πάντα. Λαθραία. Και δυνατά. Σπάνια. Με την πρώτη ματιά και μόνο όταν αξίζει τον κόπο. Πες το ένστικτο, πως εκεί απέναντι, είναι ένας άνθρωπος που με τραβά αυτοκαταστροφικά σαν πεταλούδα στο φως. Πάντα αυτή η έλξη η τρομακτική. Εκείνο το βράδυ ήταν απλά δυο μάτια που κοιτούσαν σαν να’μουν κάτι διάφανο. Σαν ανοιχτό βιβλίο. Πάλευα να σκεπάσω τη γύμνια της ψυχής μου κοιτάζοντας απελπισμένα τη θάλασσα. Την προτιμούσα από τα μάτια του, που εξερευνούσαν την ύπαρξή μου. Κι αν είναι να πνιγώ, ας με πνίξει εκείνη παρά ο έρωτας. Γιατί πριν από κείνον πολύ είχα πληγωθεί και πάνω που τα σημάδια μου άρχισαν να σβήνουν ήρθε εκείνος, και παρακάλεσα να έρθει να με αποτελειώσει, να αφήσει πάνω μου καινούρια σημάδια, βαθιά. Κάθε βράδυ από τότε, να ζητάω λίγο από το χρόνο του απελπισμένα, να προλάβω λιγάκι να τον ζήσω, να μη μου μείνει από εκείνα τα απωθημένα που στέκονται σα θηλιά στο λαιμό.

Όπου κι αν γυρίσω το βλέμμα μου, είναι τα μάτια του, έτσι γλυκά και τρυφερά και φοβισμένα. Σαν πορσελάνη με κρατούσε μη με σπάσει, μη με πληγώσει, μη με τρομάξει. Σε πρόλαβε άλλος ήθελα να του πω. Αποτελείωσε με. Δε με νοιάζει. Το μεγαλύτερο λάθος μου είσαι. Όλα εκείνα που είχα πει δε θα κάνω ποτέ. Όλα εκείνα τα απαγορευτικά. Και ξαφνικά δε με ένοιαζε τίποτα.

Ήξερε πως τα θέλω όλα. Εκείνα που δεν ήθελε να μου δώσει. Κι εγώ το ήξερα. Είπα στην αρχή δε με νοιάζει. Αρκεί να με κρατά τις νύχτες αγκαλιά κι ας μην είναι ποτέ δικός μου. Αρκούν εκείνες οι στιγμές. Λίγες μα δικές μου. Κι ας είναι αλλού. Κι ας μην έχουμε χρόνο. Κι ας έχουν όλα ημερομηνία λήξης. Μα είναι ο έρωτας εγωιστής. Δε συμβιβάζεται με τα μέτρια. Θέλει τα πολλά, τα απέραντα. Κι ήθελα τόσο το μυαλό του. Να φωλιάσω εκεί. Όχι να το κατακτήσω. Απλά να νιώσω σπίτι. Κακομαθημένη θα με πεις. Μα δε φταίω. Δεν ήμουν εγώ. Αυτός ο αλήτης ο θεός ο φτερωτός που δε λογάριασε παρελθόν και παρόν, που απαξιούσε το μέλλον.

Του άφησα μια καληνύχτα κι ένα φευγιό. Ντυμένη το πουκάμισό του κι ένα τσιγάρο στα δάχτυλα να καπνίζει μόνο του. Πόσο φαρμάκι πια. Έφτανε το ουίσκι στο ποτήρι κι εκείνη η γεύση του φιλιού του.  Άνοιξα απλά την πόρτα κι ευχήθηκα να μην κοιτάξει πίσω. Να μην υποσχεθεί το βλέμμα του ένα γυρισμό. Γιατί ήταν ότι πιο όμορφο έχω ζήσει. Γιατί δεν είχα τίποτα άλλο να του δώσω δίχως να αφήσω ένα κομμάτι της ψυχής μου πίσω. Δε φτιάχτηκα για να ζητάω, μήτε να ζητιανεύω λίγα ψίχουλα.

Μη με ρωτάς αν  μου λείπει. Η μυρωδιά της αγκαλιάς του, τα χέρια του κι όλα εκείνα που δε ζήσαμε. Γιατί η συνείδηση και τα πρέπει θα είναι πάντα πιο σημαντικά. Δεν του χρωστάω ούτε μου χρωστάει. Συγγνώμες δε χρειάστηκαν ποτέ και τις είπαμε όλες. Ας βρέξει απόψε λίγο κι αύριο το πρωί θα έχω ξεπλύνει τις αμαρτίες μου. Μπορεί και να ξεχάσω.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση