Μια λέξη

Ήταν κάποτε μια λέξη, καθισμένη στη γωνιά της και περίμενε. Έβλεπε κάθε μέρα όλες τις άλλες λέξεις να γράφουν ιστορία. Όχι μόνο μία ιστορία… πολλές, άλλες δεμένες άρρηκτα μεταξύ τους, άλλες διαδραματίζονταν απλά παράλληλα.

Ήτανε – που λες – εκείνη η λέξη μόνη της και οι άλλες δεν της κάνανε συντροφιά.
Ρωτούσε τον Αφηγητή θλιμμένη “Εγώ πότε;” και δάκρυζε. Εκείνος την κοιτούσε πότε λίγο θυμωμένα, πότε συγκαταβατικά και της ένευε. Καμιά φορά θα της απαντούσε μηχανικά και λίγο συλλογισμένος “Δεν ήρθε η ώρα ακόμη. Είναι πολλά που πρέπει να γίνουν, πολλά να ωριμάσουν, πολλά να συμβούν κι άλλα τόσα να ειπωθούν πριν έρθει η σειρά σου. Πάψε.”.

Μια μέρα σαν αυτές, που είχανε γίνει πια ρουτίνα, οι λέξεις που ένιωθαν, την κοίταξαν με οίκτο. Άλλη μια μέρα τα συναισθήματα την αγριοκοίταξαν. Εκείνη, έμενε πάντα καθισμένη στη γωνιά με τον Αφηγητή. Είπε μόνο “Γιατί;” ψιθυριστά, κι έτσι δεν την άκουσε κανείς.

Ένα πρωί, οι άλλες λέξεις αποφάσισαν να παίξουν στην αυλή. Σκέφτηκε κι εκείνη να παίξει μαζί τους. Φόρεσε τα καλά της παπούτσια, τα ομορφότερα ρούχα της, έπιασε τα μαλλιά της όμορφα για να μην τα ανακατεύει ο αγέρας κι αναψοκοκκινισμένη από την προσμονή έτρεξε κοντά τους.
Ένιωσε σαν την περίμεναν, μα μόλις έφτασε κοντά, εκείνες οπισθοχώρησαν τρομαγμένες κι άρχισαν να τρέχουν μακριά, ώσπου εξαφανίστηκαν κι έμεινε μόνη.

Τέρμα το παιχνίδι.
Θυμήθηκε την Αρχή, που την είχε χαιρετήσει πριν φύγει. Δεν είχε ξεστομίσει ούτε εκείνη το όνομά της. Όλοι την αποκαλούσαν “Αυτή”. Ούτε ο Αφηγητής τη συμπαθούσε, αλλά δε μπορούσε να την ξεφορτωθεί. Όλες οι ιστορίες την ήθελαν εκεί. Έτσι λέγανε αλλά δεν είχε γνωρίσει καμιά ως τώρα.

Δε θυμάμαι ποια μέρα ήταν. Όλες ίδιες σε ένα τόπο που έμοιαζε φυλακή.
“Ήρθε η ώρα να γνωρίσεις κάποια.”, της είπε ο Αφηγητής κι όταν εκείνη ξεπρόβαλε, όλες οι λέξεις έτρεξαν να τη συναντήσουν με ένα χαμόγελο. Μπορούσε πια να διακρίνει – τόσο καιρό που τις παρατηρούσε – ποιο χαμόγελο έκρυβε αυταρέσκεια, ποιο ανάγκη, ποιο φόβο, ποιο εκμετάλλευση.
Εκείνη χάιδεψε απαλά τα κεφάλια των άλλων λέξεων, τις ευχαρίστησε και προχώρησε προς το μέρος της ενώ μερικές κρεμόταν ακόμη από τη φούστα και τα μαλλιά της.

“Να σου γνωρίσω τη συγγραφέα. Ήρθε η ώρα.” της είπε ο Αφηγητής.
“Με λένε Τέλος.”, είπε η λέξη.
“Είσαι η πιο όμορφη λέξη που γνώρισα.”, είπε η Συγγραφέας χαμογελώντας.
“Όλοι με βρίσκουν χαμερπή. Με απεχθάνονται.” είπε η Τέλος.
“Σε φοβούνται, γιατί μετά το τέλος της ιστορίας, δε μαθαίνει κανείς τι γίνεται στο παραμύθι. Έρχεται το άγνωστο.”, είπε η Συγγραφέας και την έπιασε από το χέρι.
“Σήμερα θα έρθεις μαζί μου, να γνωρίσεις τους ήρωες πριν φύγουν. Νιώσε βασίλισσα. Έχεις τη μεγαλύτερη εξουσία από όλες.”

Η Τέλος δεν κατάλαβε και πολλά, αλλά την ακολούθησε ευχαριστημένο.

Και η τελευταία σελίδα έγραφε με τεράστια γράμματα το όνομά της.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση