Μικρές Μητέρες Τερέζες

Φυσάει πολύ κι απόψε. Σα να φθινοπώριασε ξαφνικά στο νησί.

Να βρέξει θέλω. Να χειμωνιάσει ξαφνικά, να πάμε σπίτι. Εκεί που βρίσκεις καταφύγιο στα δύσκολα. Εκεί που δε χρειάζεται να κρύβεσαι. Εκεί που σε μάθανε να τα καταφέρνεις μόνη. Εκεί, που γύρω σου υπάρχει μια αγάπη, που σ’ αφήνει ελεύθερη και σε σπρώχνει να υπερβείς τα εμπόδια.

Κάτι γυναίκες σαν εμένα – να ξέρεις – είναι ηλίθιες. Όχι ανόητες, ηλίθιες. Είναι ένα επίπεδο παραπάνω. Κι όταν ξαφνικά παθαίνουν κρίσεις εξυπνάδας ή κάποιος τις πιέζει να δουν αλήθεια αυτό που συμβαίνει – κι όχι όλο αυτό που εξιδανίκευσαν στο νου τους – απλώς παθαίνουν κατάθλιψη. Μετά τους περνάει η κρίση εξυπνάδας, αρχίζουν πάλι να χαμογελούν ανόητα, βλέπουν σε όλους τους ανθρώπους ένα ψήγμα καλοσύνης, συγχωρούν, εμπιστεύονται όπως και πριν (ίσως και περισσότερο), ονειρεύονται και ζουν τη “μέρα της μαρμότας”.

Για να καταλάβεις, πώς εκείνες τις γυναίκες δεν μπορείς εύκολα να τις αναγνωρίσεις… Μοιάζουν έξυπνες, δυναμικές, καλοσυνάτες. Ίσως και να είναι. Ή απλά σε ξεγελούν. Πιάνονται από όνειρα που νομίζουν πως είναι αληθινά. Κρέμονται από αγάπες που δεν υπάρχουν, μήτε υπήρξαν ποτέ. Νιώθουν για κάποιο λόγο αντίγραφα της μητέρας Τερέζας ή μετενσαρκώσεις της. Όλος ο κόσμος, είναι για δαύτες αγγελικά πλασμένος κι αν δεν είναι, πιστεύουν ακράδαντα πως θα τον φτιάξουν εκείνες. Αγναντεύουν μονίμως το μέλλον με αισιοδοξία. Σε όλο το μαύρο πηχτό σκοτάδι του κόσμου, εκείνες θα βρουν λίγο φως.

Δεν το κάνουν επίτηδες, μάλλον είναι έμφυτο. Μόλις αναγνωρίσουν κάτι κατεστραμμένο – είτε άνθρωπο, είτε ζώο, είτε αντικείμενο – αμέσως σπεύδουν να το αγαπήσουν, θέλουν να το φτιάξουν, να το αλλάξουν, να το κουρδίσουν, να του κολλήσουν δυο φτερά στην πλάτη να πετάξει ψηλά. Άφησέ το, γλυκιά μου, μπορεί να του αρέσει να είναι κατεστραμμένο. Έχει κι αυτό μια γοητεία. Δε χρειάζεται όλοι να πετάξουν. Άλλοι έχουν υψοφοβία, άλλοι φτάνουν πολύ ψηλά, ξεκολλούν τα φτερά τους και πέφτουν. Μπορεί απλά να τους αρέσει το περπάτημα και οι δικοί τους ρυθμοί. Αγάπησέ το όπως είναι. Άφησέ το ελεύθερο να υπάρχει όπως θέλει εκείνο.

Γιατί πρέπει να το φτιάξεις εσύ; Δεν είσαι θεός. Δεν είσαι μάρτυρας. Δε σου ζήτησε ποτέ κανείς να προσπαθήσεις. Δε χρειάζεται πια τόσος αλτρουισμός. Οι άνθρωποι μαθαίνουν να επουλώνουν μόνοι τις πληγές τους. Έχουν φτιαχτεί σαν τους φοίνικες. Αν είναι αρκετά δυνατοί αναγεννώνται μονάχοι από τις στάχτες τους. Μαθαίνουν μόνοι να πολεμάνε τους φόβους τους, να αποτάσσονται τυραννικούς ζυγούς, να πιάνουν την ζωή την ίδια από τα μαλλιά και να την κυριεύουν. Αν δεν μπορούν, ίσως ζητήσουν βοήθεια, αν δεν ζητήσουν, ίσως να θέλουν να αφεθούν, να παρασυρθούν από ένα ρεύμα. Ίσως η λύτρωσή τους να κρύβεται εκεί.

Κρύβει λίγο φασισμό η δική τους αγάπη. Μόνιμα σε σπρώχνουν προς την τελειότητα. Να ξέρεις όμως, ότι πριν από σένα έχουν σπρώξει τον εαυτό τους, όσο πιο σκληρά μπορούσαν. Έχουν πέσει κι έχουν ξανασηκωθεί μόνες και με την ελπίδα ότι κάποιος μπορεί να τις κρατήσει, να μην πέσουν την επόμενη φορά, στήνουν γύρω σου ένα δίχτυ προστασίας. Νομίζουν πως σε αφήνουν ελεύθερο, μα είσαι περιτριγυρισμένος από συναισθήματα που σε πνίγουν. Ίσως να μην ένιωσες και να μην νιώσεις έτσι ποτέ. Εκείνες οι γυναίκες απλά νιώθουν και ζουν στα άκρα.
Από την άλλη περιμένουν ίσως και κάποιο χέρι να τις τραβήξει να σηκωθούν αφού πέσουν. Ξέρουν ότι κάποια στιγμή μπορεί να κουραστούν και να μην έχουν τη δύναμη να το κάνουν μόνες τους.

Είναι λίγο σαν παιδιά και ταυτόχρονα ενήλικες. Μόνο που οι δικές τους ανησυχίες για τον εαυτό τους δεν είναι και πολύ πρακτικές. Είναι λίγο πιο πνευματικές, ρομαντικές, ονειροπόλες (ίσως και ονειροβάτες). Ένας φυσιολογικός άνθρωπος μπορεί να τις θεωρήσει αγγέλους, κάποιος άλλος πιο λογικός θα πει πως είναι απλά τρελές, ενώ εσύ τις θεωρείς φαντασμένες – δε θα αλλάξουν ποτέ τον κόσμο, είναι απλά όντα με ανεπτυγμένο εγώ και τάσεις ναρκισσισμού, με δόσεις μεγαλομανίας.

Εσύ μπορείς να τις κρίνεις όσο θέλεις, εκείνες προσπαθούν να μην κρίνουν. Προσπαθούν γενικά. Μάλλον προσπαθούν πολύ. Κι αν είχαν ένα λευκό τριαντάφυλλο στα χέρια τους, θα αγκυλώνονταν από τα αγκάθια μέχρι τα ματωμένα τους χέρια να το βάψουν κόκκινο, μα δε θα τα παρατούσαν.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση