Πως να αποτύχει ένας εργοδότης σε μια συνέντευξη πρόσληψης ενός νέου εργαζομένου!

Φέτος, τα’ φερε «κάπως» η ζωή (πάντα κάπως τα φέρνει η άτιμη) και αποφάσισα να διεκπεραιώσω την καλοκαιρινή σεζόν σε ένα ξενοδοχείο στην Χαλκιδική. Με την τεράστια προϋπηρεσία μου και την αδιαμφισβήτητα εκλεπτυσμένη επαγγελματική μου πείρα, αποφάσισα να στραφώ σε ξενοδοχεία πέντε αστέρων και πάνω (σόρρυ, πάλι ξέχασα ότι δεν υπάρχει πιο πάνω… αν βέβαια είχα ξεκινήσει εγώ να δουλεύω νωρίτερα σε ξενοδοχεία, τώρα θα υπήρχε!). Αφού στέλνω αβέρτα βιογραφικά, σε οτιδήποτε υπάρχει στην Χαλκιδική, που να χρειάζεται υπάλληλο (μανικιούρ – πεντικιούρ; Βεβαίως… μισό λίγο να μάθω να κόβω τα νύχια μου ίσια κι από Μάιο έρχομαι!), πέφτω ΚΑΤΑ ΤΥΧΗ επάνω σε πεντάστερο, που έψαχνε απεγνωσμένα σερβιτόρο και κανονίζω την συνέντευξη.

Ένας κύριος γύρω στα πενήντα… φεύγα με υποδέχτηκε εγκάρδια στο γραφείο του, ρωτώντας τα βασικά που ρωτάνε όλοι οι εργοδότες σε μια συνέντευξη. Του είπα με απόλυτη επιτυχία όλα αυτά που ήθελε να ακούσει κι ακόμα περισσότερα, με σκοπό να τον κάνω να μην μπορεί ούτε κατά διάνοια να φανταστεί κάποιον καλύτερο σ’ αυτή την θέση. Μου λέει όλα τα διαδικαστικά… το πακέτο καλύπτει διαμονή, διατροφή, έναν ικανοποιητικό μισθό (ΠΟΛΥ ικανοποιητικό για τα σημερινά δεδομένα) και εκεί σταματάει και δεν λέει τίποτε άλλο.

 

«Το ωράριο μου; Ποιο θα είναι;» ρωτώ με την απόλυτη σιγουριά που υποκριτικά δείχνω στις συνεντεύξεις ενώ στην πραγματική μου ζωή κάνω δυο ώρες να αποφασίσω αν θα βγω για καφέ ή αν θα μείνω μέσα να δω μάστερ σεφ (αποφάσεις ζωής… τι να λέμε τώρα!).

«Πρωινό και απογευματινό, εναλλάξ!»

«Εννοώ…πόσες ώρες θα δουλεύω;»

«12 ΩΡΕΣ!»

«Ξέρετε… σε περίπτωση που σας διαφεύγει, η μέρα έχει 24 ώρες!»

 

Ένα από τα χιλιάδες ελαττώματα που έχω είναι ότι δεν μπορώ εύκολα να πω «όχι». Του λέω ότι θα το σκεφτώ (ΠΟΛΥ ΣΟΒΑΡΑ!) και βγαίνω απ’ το γραφείο του. Μία εβδομάδα μετά, ενώ εγώ είχα σχεδόν ξεχάσει την ύπαρξή του, με παίρνει τηλέφωνο. Ο παρακάτω σουρεάλ διάλογος τα λέει όλα…

 

«Έλα! Είμαι ο Τάδε, απ’ το Τάδε ξενοδοχείο. Σε πήρα για να το κλείσουμε!»

«Σας ευχαριστώ πολύ για την πρότασή σας, αλλά δυστυχώς δεν θα μπορέσουμε να συνεργαστούμε!»

«Γιατί;» Το «γιατί» στην φωνή του ακούστηκε τόσο έκπληκτο που είμαι ο σίγουρος ότι ο κυριούλης έβαζε το χέρι του στην φωτιά ότι θα τον παρακαλέσω για να δουλέψω στο κουτούκι του.

«Δυστυχώς είναι πολλές οι ώρες…»

«Ε, όχι… νέο παιδί, δεν περίμενα να το πεις αυτό. Βρε συ, εδώ έχουμε φιλοξενήσει τα Όσκαρς!!!»

Όντως έχουν φιλοξενήσει τα Όσκαρς, αλλά σε μένα γιατί το λέει; Με την κούραση του 12ωρου θα μπορώ να διακρίνω αν αυτή είναι η Μέριλ Στριπ ή η κυρία Νίτσα από απέναντι; Που μεταξύ μας, άβαφτες μοιάζουν υπερβολικά. Αλλά και να διακρίνω την Μέριλ Στριπ, τι θα κάνω; Θα της σερβίρω το φιλετάκι της να ντερλικώσει και ταυτόχρονα θα κάνω κονέ για να παίξω στο «Μάμα δύο…χίαρ γουί γκόου εγκέν»;;;

«Λυπάμαι, αλλά δεν γίνεται!»

«Βρε συ… εδώ ΤΖΑΜΠΑ παρακαλάνε να δουλέψουν!»

Και κάπου εκεί άρχισε αμυδρά να αντιλαμβάνεται ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να δουλέψω εγώ στο μαγαζάκι του. Λίγο πριν λήξει δυσάρεστα – γι’αυτόν – το απολαυστικό αυτό τηλεφώνημα, μου πετάει και το τελευταίο:

«Κανέναν φίλο έχεις; Που να είναι ομορφόπαιδο, ευγενικός και να ξέρει ξένες γλώσσες…»

«Αστειεύεστε; Μόνο με τέτοιους κάνω παρέα…»

Ερώτηση ρητορική σε ένα ξενοδοχείο που παρακαλάει ο κόσμος για να δουλέψει τζάμπα. Κάπως έτσι αποκλείστηκε κάθε πρόθεση σκλαβιάς απ’ την μεριά μου και δυστυχώς δεν θα συνεργαστώ φέτος με τον κύριο Τάδε.

Τα σχόλια δικά σας…

Δείτε ακόμη...

Απάντηση