Η εξαφάνιση…

Θέλω να σου διηγηθώ μια παραβολή, για διδακτικούς σκοπούς.

Ήσουν, λέει, με έναν άνθρωπο που σου θύμιζε τον εαυτό σου και είχε τα ίδια πάθη με σένα για την ελευθερία και για να ταξιδέψει τον κόσμο. Στην αρχή απόρησες πως τον έφερε η ζωή στο δρόμο σου, πώς γίνεται να υπάρχει κάποιος σαν αυτόν και τρόμαζες που σκεφτόσασταν τα ίδια πράγματα την ίδια στιγμή, που συμπλήρωνε ο ένας τη σκέψη και τις προτάσεις του άλλου. Κι όταν έκανε όνειρα, φοβόσουν ακόμη πιο πολύ γιατί δε γίνεται αλήθεια να το ζεις αυτό…

Κι εκεί που όλα έδειχναν τέλεια, ή τουλάχιστον έτσι νομίζες…
Ξαφνικά στη δική του ζωή κάτι δεν πηγαίνει καλά. Κι ύστερα έχει πολλή δουλειά, αραιώνουν οι συνομιλίες, κουράζεται, κοιμάται νωρίς, δεν τον βλέπεις, δε μιλάτε….
Κι ύστερα πότε δε διαβάζει τα μηνύματά σου και πότε τα διαβάζει και δεν απαντάει. Κι εσύ περιμένεις, γιατί είσαι ανόητη (ερωτευμένη αλλά ο έρωτας ισοδυναμεί με ανοησία).

Ξέρουμε ήδη που οδεύει αυτό. Μαθηματικά προς την καταστροφή. Αλλά δεν το παραδέχεσαι.
Βέβαια που και που λες στον εαυτό σου, κάτι συμβαίνει, αλλά όχι, θα ήταν ειλικρινής μαζί μου. Θα μου το έλεγε.
Σιγά να μη στο έλεγε. Δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να ξεστομίσουν μια πρόταση, μια λέξη έστω, μια εξήγηση…

Κι έτσι εσύ ανησυχείς που η ζωή του δεν πάει καλά, που δεν ξέρεις πως νιώθει, μήπως μπορέσεις να τον βοηθήσεις, να το αντιμετωπίσετε μαζί αυτό το τέρας που ήρθε και σας μπαστακώθηκε ακάλεστο και ενοχλητικό – ίσως να είναι παραπάνω από ένα.

Οι άνθρωποι στο ξαναείπα, κάνουν τις επιλογές τους. Κι αν θέλουν να παλέψουν μόνοι, ο πόλεμος δεν είναι δικός σου. Πρέπει να φύγεις. Κι αν δεν μπορούν να στο πουν, μαθαίνεις να ακούς στη σιωπή. Φεύγουν, γλυκιά μου, κι εσύ το βλέπεις, αλλά κάνεις τα στραβά μάτια. Σβήνουν, αλλά εσύ θυμάσαι μια στιγμή, μια αγκαλιά, μια νύχτα κι ένα όνειρο… να βλέπει αυτό που βλέπουν τα μάτια σου. Εγώ σου μιλάω, αλλά εσύ, εκεί, να σώσεις τον κόσμο. Δε μπορείς. Στο λέω εγώ που ξέρω. Πρέπει να μεγαλώσεις. Μένεις μονάχα εκεί που σε θέλουν. Να παλέψεις με τι, με ποιον; Αφού δεν ξέρεις. Όπου δεν υπάρχει μαζί, μα ο καθένας μόνος του, κλείσε τα μάτια, πάρε μια βαθιά ανάσα και τρέξε γρήγορα μακριά ως εκεί που φτάνει η πνοή σου.

Η απόσταση λες, έτσι για να υπάρχει μια δικαιολογία. Δεν υπάρχουν αποστάσεις καρδιά μου. Στο μυαλό είναι οι αποστάσεις. Αφού αν ήσουν σίγουρη ότι το ήθελε, θα δρασκέλιζες βουνά, ποτάμια και όλο τον κόσμο για να βρεθείς εκεί. Σε μια αγκαλιά, σε ένα όνειρο, ίσα να σβήσει ο πόνος, το άγχος, ο φόβος, ίσα να του δώσεις λίγη δύναμη για το αύριο, ίσα για να ηρεμήσει το βράδυ και να κοιμηθεί. Απλά δεν το θέλει. Γιατί όπου υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος. Δε χρειάζεται να μοιράζεσαι κάθε σου σκέψη, αρκεί να μπορείς να μοιραστείς ένα βλέμμα.

Είναι δύσκολα με τη δουλειά, πολλή δουλειά, πολύ άγχος, καθόλου χρόνος. Μικρή μου, αν ένα λεπτό το βράδυ η σκέψη σου στο κρεβάτι του δίνει έστω κι ένα μικρό μειδίαμα, θα σου γράψει μια γλυκιά κουβέντα. Κι αν αλήθεια τον ενδιαφέρει έστω και λίγο, μόλις ξυπνήσει το πρωί, θα σου πει καλημέρα για να διαβάσει και τη δική σου και να πάρει κουράγιο για να αντιμετωπίσει τον κόσμο.

Αυτό είναι ο έρωτας. Από την άλλη υπάρχει κι ο ενθουσιασμός. Αυτός που σε μπερδεύει κι ύστερα όταν ξεφουσκώνει μένεις να αναρωτιέσαι τι έγινε. Μη ζητάς εξηγήσεις. Δεν αλλάζει κάτι. Οι συνθήκες και τα μονοπάτια δεν έχουν σημασία. Ούτε η μοίρα, ούτε οι συμπτώσεις, ούτε τα όνειρα. Απλά είχες πάψει να ονειρεύεσαι με κάποιον κι εκείνος σε έπεισε να το ξανακάνεις. Ε δεν έγινε και τίποτα. Θα ξαναμάθεις να ονειρεύεσαι μόνο για σένα. Δε θα είναι δα και η πρώτη φορά.

Ήρθε η εξαφάνιση, λοιπόν, για να μην πλατιάζουμε. Ήρθε ο φόβος να μιλήσει, να είναι ειλικρινής, να πει τι νιώθει, τι θέλει, τι ονειρεύεται, τι μπορεί. Κι έμεινες εσύ με τις απορίες, αλλά δεν έχουν σημασία οι απαντήσεις. Σημασία έχει που σε άφησε να αναρωτιέσαι, γιατί πάνω από σένα μπήκε ο εαυτός του κι οι φόβοι του. Άφησε τους ανθρώπους να ελευθερώσουν τον εαυτό τους, να πολεμήσουν τους δράκους τους. Δε μπορείς να κάνεις τίποτα για εκείνους αν δε θέλουν. Δεν έχεις τα κλειδιά. Κι εκείνος καταζητείται και κρύβεται από τους σκελετούς που κρύβει στη ντουλάπα.

Μην κλαις. Δεν είσαι μωρό. Έχεις τελειοποιήσει την τέχνη να χαμογελάς. Σκούπισε τα μάτια σου. Έχεις να παλέψεις με τους δικούς σου δαίμονες και να βαδίσεις το δικό σου μονοπάτι, αυτό που παλεύεις να φτιάξεις κόβοντας τα αγριόχορτα, κοιτώντας κατάματα τον ήλιο. Οι δρόμοι των ανθρώπων περπατούν παράλληλα κι ίσως να πλησιάζουν κάποιες φορές, μα ποτέ δεν τέμνονται. Μην ψάχνεις. Συναντήθηκαν οι δρόμοι σας, χαιρετηθήκατε και του έδωσες το δικαίωμα να σε αποχαιρετήσει έστω και αφού έφυγε.

Οι δρόμοι περπατούν. Ποτέ δεν ξέρεις που θα σε οδηγήσουν τελικά. Ίσως μια μέρα ξαναπλησιάσουν. Ίσως μια μέρα να κοιτάξετε ξανά ένα χειμωνιάτικο φεγγάρι από μια ταράτσα στην Πλάκα, με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω σου και τα μάτια του να βλέπουν αυτό που βλέπεις κι εκείνος να αναπνέει τον αέρα που αναπνέεις. Ίσως ποτέ.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση