Το τσίρκο

Ακροβάτες

αιωρούνται μετέωροι στο κενό του νου μου, δίχως σχοινιά, δίχως δίχτυα ασφαλείας. Σε κόλπα ριψοκίνδυνα και νούμερα εντυπωσιακά, που τα παρακολουθείς με δέος και κομμένη την ανάσα.

Σε ένα περιπλανώμενο τσίρκο που κουβαλώ πάντα μαζί μου, μέσα μου και διασκεδάζει γηγενείς και οδοιπόρους.

Θηριοδαμαστές

πολεμούν να ορίσουν και να δαμάσουν τα ασίγαστα πάθη. Να χτυπήσουν με το άπονο δερμάτινο μαστίγιό τους δυνατά τα λάθη. Να περάσουν μέσα από δαχτυλίδια ντυμένα με φωτιές τις ενοχές χωρίς να καούν ολοσχερώς.

Ατίθασοι, θλιμμένοι κλόουν

με αστείρευτο χιούμορ, γλιστρούν στη σκηνή, πέφτουν, γελούν, δακρύζουν, σαρκάζονται, αυτοπροσδιορίζονται…
Σε διχάζουν τα πελώρια χαμόγελα ζωγραφισμένα στο πρόσωπό τους και τα μεγάλα μάτια τους που σταλάζουν δάκρυα. Οι ζωγραφιές στο πρόσωπό τους θυμίζουν τα “παιδιά των λουλουδιών”, τα παράξενα παιχνίδια τους, η σκληρότητα του ενός απέναντι στον άλλο.
Τα παιδιά γελούν με τα σκισμένα και ξανά μπαλωμένα -όμως καθαρά – ρούχα του παλιάτσου, το κοντό και φαρδύ παντελόνι, που κρατιέται μόνο από τις τιράντες, που περνούν πάνω από τους σκυφτούς ώμους, τα τεράστια παπούτσια, που όμως δε γλιστρούν ποτέ από τα πόδια του κι ας μοιάζουν να έχουν αποκλειστικά δική τους βούληση και με τις αταίριαστες χρωματιστές κάλτσες που φέρνουν στο νου ένα συρτάρι από τα παιδικά μου χρόνια, ενώ το ημίψηλο, ολοκαίνουριο καπέλο του στέκει υπερήφανο, αγέρωχο κι ατάραχο στο κεφάλι με τα αχτένιστα μαλλιά κι αγκαλιάζει με αγάπη το μουτζουρωμένο πρόσωπο του.

Τσιγγάνοι

τρέχουν,χορεύουν παίζοντας ντέφια με κορδέλες πλουμιστές και βιολιά ερωτικά ενώ οι τσιγγάνες βλέπουν στο χέρι σου τη μοίρα που σου γράφτηκε και σου χαμογελούν με τα μάτια τους να κλείνουν ηδονικά και τα κορμιά τους να λικνίζονται σε ένα ρυθμό που κρύβεται στο αίμα τους και το ταμπεραμέντο τους. Κόκκινα χείλη, ελιά στο μάγουλο και μάτια μεγάλα με πυκνές βλεφαρίδες θα στοιχειώνουν πια τα όνειρά σου.

Κι ο πιερότος

θέλει να μου μιλήσει μα δεν έχει φωνή. Κλεισμένος πίσω από ένα γυάλινο τοίχο προσπαθεί να αποδράσει ή να μου δείξει τι κρύβει το πρόσωπό του, μισό γελαστό, μισό δακρυσμένο… Και τα σχοινιά κόβονται. Θα πάψει να είναι πια μια μαριονέτα.

Στο ταξιδιάρικο τσίρκο, χιλιάδες ιστορίες και τόσοι φίλοι, μου κρατούν συντροφιά μέρες και νύχτες. Εκείνες που στον πραγματικό κόσμο είναι βαρετές. Στο τσίρκο όλες είναι μαγικές…

Δείτε ακόμη...

Απάντηση