Κάποιο καλοκαίρι στο χωριό

Οι αναμνήσεις και τα χρώματα, οι μυρωδιές κι η αφή ζωντανεύουν ξανά και ξανά, σ’ ένα αέναο γαϊτανάκι. Ένα γαϊτανάκι πλεγμένο σε μια πλατεία στο χωριό από κορίτσια με ξέπλεκα μαλλιά. Κορίτσια δροσερά, στην πρώτη εφηβεία τους, άγουρα ακόμα, τη στιγμή που αναμοχλεύουν όνειρα που αφήνουν πίσω το τελευταίο ψήγμα αθωότητας.

Χρωματιστά γιορντάνια περασμένα στα κλαριά του πλάτανου που καμαρώνει αγέρωχος τα 200 χρόνια από το φύτεμά του. Υπεραιωνόβιος φρουρός, ακοίμητος, θωρεί γενιές να ανδρώνονται και να φεύγουν. Γλέντια, κεράσματα, γάμοι, βαφτίσια… Σκιρτήματα και καρδιοχτύπια, κρυφά γελάκια, πρώτα φιλιά… Παιδιά που τρέχουν, παιχνίδια, καφέ την Κυριακή μετά την εκκλησία, πρέφα τις καθημερινές, ακόμα και τον στερνό καφέ ενός ξεπροβοδίσματος.

Κλείνω τα μάτια κι οι εικόνες ξεπηδούνε σα φιλμ.

Μια παλιά ταινία του πλανόδιου θερινού κινηματογράφου τα καλοκαιρινά βράδια στην πλατεία κάτω από το γέρικο πλατάνι. Απολαμβάναμε τη γεύση μιας ξανθιάς μπύρας, καθισμένοι σε καρέκλες σκηνοθέτη με το άρωμα ψητής ρόκας πασπαλισμένης με μια πρέζα αλάτι.

Παιδιά που τρέχουν ξυπόλητα, ελεύθερα, παίζοντας κρυφτό πίσω από την εκκλησία, διανύοντας μια εποχή δίχως έγνοια ή φόβο. Βρέχουν τα πόδια τους στην πέτρινη βρύση της πλατείας καθώς σκύβουν να πιουν νερό. Δεν έδωσαν ποτέ τους σημασία στην επιγραφή στην κεφαλή της βρύσης. Μήτε όμως στο ανάθημα κάτω από το άγαλμα που τα ατενίζει ατάραχο από το κέντρο της πλατείας. Συνηθίζουν να του αφήνουν ένα στεφάνι σε κάθε εθνική επέτειο, τιμή στα ανδραγαθήματα μα δεν τους κάνει εντύπωση.

Το πρωί θα κουτρουβαλήσουν τις σκάλες του σπιτιού, στην τρεχάλα τους να προλάβουν μαζί με το ψωμί από το φούρνο να κεραστούν μια φρέσκια μελόπιτα. Θα χαθούν έπειτα ξελιγωμένα για παιχνίδι στα σοκάκια, τις ρούγες και τα κρυφά μονοπάτια που οδηγούν στο βουνό ή κάτι ξέφωτα στο δάσος.

Κράτησέ μου δυο ματσάκια τσαγιού, ξεριζωμένα από τα γκρέμια που βγάζουν στο ρέμα.

Περιμένεις με τα παιδιά σε μια γωνιά τον τρελό του χωριού. Να τρέξετε μαζί στα χωράφια και να σας μάθει τα βοτάνια στο λιβάδι. Άκακος, γελά παιδιάστικα κι αθώα. Ένα ενήλικο παιδί. Μάνα δεν έχει αλλά μάνες του είναι όλες οι γυναίκες του χωριού που τις βοηθά στα θελήματα. Σύντροφος στα παιδικά παιχνίδια και τις ανακαλύψεις. Κάποτε θα είσαι πια ο μεγάλος του αδερφός. Εκείνος θα μείνει για πάντα παιδί. Να τον προσέχεις…

Μη με ξυπνάς.

Δε θέλω να ανοίξω τα μάτια. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν, το χωριό θα γεμίσει τουρίστες. Θα χάσει λίγη από την αίγλη των παιδικών χρόνων. Τα γκρεμισμένα σπίτια θα γίνουν ξενώνες. Ναι, λέω εκείνο το δίπατο δίπλα στο μύλο που κρυβόμασταν και παριστάναμε τα φαντάσματα, τις σκιές για να τρομάξουμε τις γιαγιάδες που σταυροκοπιούνταν κι έτρεχαν. Μα πως έτρεχαν έτσι με τις φούστες μισομαζεμένες, και τα μπαστούνια τους παραμάσχαλα; Εκείνες που στην πλατεία παραπονιόνταν για το πως περνούν τα χρόνια και τις αφήνουν ανήμπορες.

Η Ελένη όσα χρόνια κι αν περάσουν όμορφη. Η ωραία μας Ελένη. Νύφη, η νύφη του χωριού, η ομορφότερη. Πέρασε ο χρόνος από πάνω της κι άφησε και σημάδια, μα τίμια, ειλικρινή. Είναι όμορφο να γερνάς όταν σ’αγαπούν. Έτσι μου είχε κελαηδήσει στο αυτί όταν θυμωμένος τη ρώτησα γιατί βιάστηκε να γεννηθεί και δεν μπορούσα να την παντρευτώ.

Το άρωμα ενός ελληνικού καφέ μερακλίδικου στα τραπεζάκια της πλατείας μπορεί να σε ξυπνήσει από τις αναμνήσεις. Το όνειρο το ζεις και με τα μάτια ανοιχτά. Συνόδεψέ το μονάχα με τη γεύση ενός κομμετιού μηλόπιτας από τα χέρια της Ελένης και άφησε το βλέμμα σου να πλανηθεί τριγύρω στα πρόσωπα εκείνων των παιδιών που μεγάλωσαν πια μα δεν ξέχασαν. Τα παιδιά που έφυγαν μα πάντα επιστρέφουν. Όπως εσύ.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση