Παλιόκαιρος

Παλιόκαιρος και σήμερα να μου θυμίζει πόσες ατέλειωτες και σκοτεινές μέρες, μέσα στα χέρια σου κρυβόμουν σαν τοσοδούλα, να μη με βλέπουν οι αστραπές που σκίζουν τον ουρανό. Στις φλέβες μου το αίμα παγωμένο, κι εγώ μονάχη δίπλα στο παράθυρο, μια κούπα τσάι παλεύει να ζεστάνει τα παγωμένα μου χέρια κι ίσως λιγάκι την καρδιά μου και στους ώμους μου μια ζεστή κουβέρτα. Κοιτάζω τη βροχή, που αφήνει δάκρυα στο τζάμι μου κι ακολουθώ τις διαδρομές τους με το δείκτη του χεριού μου. Και μέσα στο μυαλό μου στριφογυρίζουν αναμνήσεις, σκέψεις, που πότε φέρνουν χαμόγελα, πότε λιγάκι θλίψη.

Σε συγχωρώ. Γιατί δε μου πρέπει κακίες να κρατάω, γιατί θέλω την ψυχή μου καθαρή, γιατί έχω ανάγκη να μην κρύβομαι πια κάτω από τα σκεπάσματα, κάθε φορά που μια βροντή πονάει τα αυτιά μου κι ένα κόκκινο φως ανάβει σκίζοντας τον ορίζοντά μου.

Σε συγχωρώ γιατί πια δε με νοιάζει να μοιράσω ευθύνες, να κοιτώ το παρελθόν, να μένω εκεί, γιατί σηκώνω το κεφάλι κι όλα όσα με φοβίζουν τα κοιτάζω στα μάτια.

Σε συγχωρώ για να συγχωρήσω εμένα πρώτα για να μπορώ να προχωρήσω ελεύθερη πια.

Ας βρέχει, ας αστράφτει σαν τη λάμψη της κόψης ενός σπαθιού, ας βροντά κι ας σείεται ο τόπος, δε θα κρυφτώ κάτω από τη κουβέρτα, δε θα ψάξω καμιά αγκαλιά για να χωθώ, ούτε τα μάτια σου για να νιώσω ασφάλεια, ούτε τα χείλη σου στα μαλλιά μου. Δε θα φοβηθώ πια, δε θα έχω ανάγκη από καμιά προστασία μπροστά στα ξόρκια της φύσης, μπροστά σε κάποιου θεού τη μήνι.

Ανάβω ένα τσιγάρο, ρουφάω μια γουλιά από το τσάι μου κι απολαμβάνω εκείνο το άρωμα κανέλας και φρούτων που αναδίδει ο αχνός που βγαίνει από την κούπα μου. Οι στάλες της βροχής κάνουν αυλάκια στο τζάμι καθώς τις φέρνει με μανία ο αγέρας, οι αστραπές φωτίζουν το δωμάτιο και ξημερώνει η νύχτα μου, κι οι υπόκωφοι ήχοι ταράζουν την ησυχία αυτή που ποτέ δε μου άρεσε. Πάντα αγαπούσα τη βροχή, τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, της σκόνης που ανακαθόταν βρεγμένη στο δρόμο, τώρα σιγα σιγά μαθαίνω να αγαπώ τους φόβους μου, τις αστραπές και τις βροντές και την ορμή του αγέρα.

Σε θυμάμαι πάντα. Μα σε συγχώρησα. Σ’ αφήνω ελεύθερο πια. Δε σε χρειάζομαι. Σ’ ευχαριστώ. Γιατί έβαλες κι εσύ ένα λιθαράκι όταν έχτιζα την ψυχή μου.

Κανένα άρωμά σου στο δωμάτιο. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Τώρα μυρίζει κανέλα και φρούτα του δάσους και με σκεπάζουν άλλα χέρια τρυφερά.

Καλημέρα και να’ σαι καλά.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση