Συνεχίζουμε.

Αναρωτιέμαι που και που αν σε έχω ξεχάσει, αν μπορώ να σε σβήσω σαν να μην υπήρχες ποτέ. Απορώ πως γίνεται να συνεχίζω τη ζωή μου, χωρίς εσένα.

Τη συνεχίζω. Ναι. Και χαμογελάω πολύ κι αληθινά. Βγαίνω με φίλους, διασκεδάζω, φλερτάρω, γνωρίζω ανθρώπους, κάνω όλα εκείνα που αγαπώ να κάνω για μένα. Δουλεύω πολύ και σκληρά. Ονειρεύομαι το μέλλον, κάνω σχέδια. Αφήνομαι σε αγκαλιές φιλόξενες, σε χείλη που φιλούν γλυκά, παθιασμένα. Αλλά μου λείπει κάτι απροσδιόριστο. Μάλλον προσπαθώ πολύ.

Θυμάσαι που σου έλεγα πως κάποια πράγματα πρέπει να έρχονται αβίαστα; Ε να, τώρα δεν έρχονται. Και προσπαθώ. Να κρατήσω την υποτιθέμενη αξιοπρέπειά μου, να μη σε ψάξω, να μη σου γράψω, να μη σου πω όλα εκείνα που σκέφτομαι και θέλω να μοιραστώ μαζί σου.

Σε σκέφτομαι πολύ. Ψέματα να πω; Και λίγο σε μισώ κάθε φορά που ενώ προσπαθώ να σε σβήσω τυλιγμένη στα χέρια ένος άλλου, η αίσθηση της τελευταίας αγκαλιάς σου με πλημμυρίζει και μου κόβει την ανάσα. Τα χείλη σου στα μαλλιά μου και η ανάσα σου καυτή, μα τόσο ήρεμη.

Γιατί μου λείπεις; Αφού ποτέ μου δε σε είχα δικό μου. Μήπως είναι εγωισμός αναρωτιέμαι, μήπως είναι απωθημένο;
Μήπως εκείνα τα αναθεμάτισμένα τα μάτια σου, που με κοίταζαν σαν να ήμουν η αρχή και το τέλος του κόσμου; Μήπως που έβλεπα το φόβο στα χέρια σου που έτρεμαν σε κάθε μου άγγιγμα; Μήπως που δεν πίστεψα ποτέ πως δεν ήταν έρωτας και για σένα. Μήπως που ξέρω πως είσαι τόσο δειλός που εξαφανίζεσαι;

Ό,τι δε σε βολεύει, ό,τι σε τρομάζει, ό,τι θα σου χαλάσει τη βολή σου, την ευκολία σου, το κρύβεις. Παλεύεις να με καταχωνιάσεις σε μια γωνιά, κάτω από λευκό σκονισμένο, πολυκαιρισμένο σεντόνι, να με κλειδώσεις σε ένα παλιό μπαούλο, με τα κλειδώματά του σκουριασμένα, σε ένα συρτάρι δρύινο, έτοιμο να σαπίσει. Σε λυπάμαι γαμώτο. Γιατί ποτέ δε θα καταφέρεις να με φυλακίσεις. Γιατί στοιχειώνω τον ύπνο σου, τις μέρες σου, τη δουλειά σου, τις παρέες σου.

Απόρω μαζί μας. Κι όχι μόνο εγώ. Απόρουν κι όσοι μας ξέρουν. Η ίδια η ζωή απορεί γιατί καταστρεφόμαστε. Γιατί τις νύχτες ξαπλώνουμε σε ξένα στρώματα, αφηνόμαστε σε άλλες αγκαλιές, ταξιδεύουμε στα όνειρα άλλων και τα δικά μας τα ξεχνάμε.

Συνεχίζουμε τις ζωές μας κι είμαστε σ’ αυτές επισκέπτες.

Αναθεματίζω εκείνο το ξημέρωμα που σε γνώρισα, που σ’ άφησα να μ’αγγίξεις, που άνοιξα μια πόρτα για να μπεις στη ζωή μου. Αναθεματίζω που επέτρεψα στον εαυτό μου μέσα σε μια στιγμή να δει όλα εκείνα που μπορούσαμε να γίνουμε μαζί. Για εκείνη τη στιγμή τυραννιέμαι. Για εκείνη τη στιγμή σε συγχωρώ.

Και συνεχίζω. Ως πότε μη ρωτήσεις.

Συνεχίζουμε. Φώτα, κάμερες και πάμε. Σκηνή δεύτερη, λήψη πρώτη.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση