Σαν σκοτεινιάζουν τα μάτια σου…

Πώς σκοτεινιάζει ο τόπος σαν σκοτεινιάζουν τα μάτια σου;

Πόσο ξεχνάω τους ανθρώπους κι εσένα δεν μπορώ από το μυαλό μου να σε βγάλω;
Μισώ το τηλέφωνο, απεχθάνομαι τα μηνύματα. Η μοναξιά μου, συντροφιά καλή, παλεύει να με ησυχάσει, που σαν ηφαίστειο βρυχώμαι. Εσύ εκεί. Δε φεύγεις ποτέ. Καθισμένος στη γωνία του κρεβατιού μου με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και το τσιγάρο σου. Άφησέ με να σε κοιτάζω κι απόψε κι ας μην είσαι αλήθεια εδώ. Η παράνοια του έρωτα κι ο πυρετός μου φέρνουν λίγες παραισθήσεις. Η ελπίδα να ήσουν εδώ, να μ’ αγκαλιάσεις για να κοιμηθώ, σε ζωντανεύει μπρος στα μάτια μου.
Κι έτσι ήσυχη με παίρνει ο ύπνος. Κι έτσι δε σε ψάχνω, δε φωνάζω τ’ όνομά σου, δε γκρινιάζω στους φίλους πόσο πολύ σε σκέφτομαι και μου λείπεις.

Μη με ρωτήσεις, τι απέγινε εκείνη η γυναίκα που σε ερωτεύτηκε. Κάπου την κρύβω μέσα μου, γιατί αν την απελευθερώσω απ’ τα δεσμά της θα γυρίσει τον κόσμο ολάκερο, θα τον καταστρέψει για να βρεθεί ξανά κοντά σου, μια στιγμή μονάχα. Θυμάσαι πόση επιμονή έχω, σαν παιδί τα θέλω όλα. Γιατί εκείνη η γυναίκα είναι ακόμα κοριτσάκι.

Έλεγες, δε σε καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Άλλοι σε βλέπουν τρελό, άλλοι σε βλέπουν κακό, άλλοι απλά δε σ’ αναγνωρίζουν. Μου κρέμασες και μένα εκείνη την ταμπέλα, μονάχα γιατί διάλεξα να χαθώ, να μη σε βασανίζω…
Εσύ τους έμαθες τους ανθρώπους; Τους κατάλαβες, αλήθεια;
Στα μάτια να κοιτάζεις. Όλα τα ψέματα στην πλάση, εκεί δεν έχουν τόπο να κρυφτούν.
Μα εσύ τα μάτια χαμηλώνεις, όταν λιγάκι νιώθεις τύψεις ή όταν φοβάσαι τη φωτιά που καίει στα δικά μου.
Τίποτα δε λαχτάρησα όσο τον έρωτά σου κι αν τον αρνήθηκα είναι που δεν μπορούσα να τον έχω ολότελα δικό μου.
Ποια είμαι εγώ που θα σε κρίνω;
Ποια είμαι εγώ που θα σε φυλακίσω, αγάπη μου;

Δε σε ψάχνω πια. Απελπίστηκα, φοβάμαι. Δεν ξέρω τι να διαλέξω. Τη μέρα ξεχνιέμαι λιγάκι ψάχνοντας να βρω απασχόληση, πότε στη δουλειά, πότε στην παρέα των φίλων – δοκίμασα και κάτι ξένα σώματα, μα κανένα δεν κούμπωνε στην αγκαλιά μου σαν το δικό σου, μήτε κανένα άγγιγμα δε μού’ κοψε έτσι την ανάσα. Τι τα θες, θα συνηθίσω, είπα.

Να είμαι ευτυχισμένη, μου ευχήθηκες κι ήθελα απλά να γελάσω. “Σε ευχαριστώ πολύ. Θα είμαι.”, είπα με σιγουριά και μέσα μου ραγίζανε, του κόσμου των ονείρων, τα κρυστάλλινα παλάτια. Προσπάθησα. Μην πεις όχι. Κι αν δεν τα κατάφερα ακόμα, θα τα καταφέρω μια μέρα, να ονειρεύομαι χωρίς εσένα, να αγαπάω χωρίς εσένα, να είμαι ευτυχισμένη και να σε αφήσω να φύγεις. Έτσι λέει το πείσμα, το γινάτι μου κι ο εγωισμός μου.

Τώρα δε σε αφήνω πίσω, σε κουβαλάω μέσα μου. Σε συγχωρώ, σε θυμάμαι, σου χαμογελάω και πέφτω ήσυχη για ύπνο.
Μα ένα μόνο δεν κατάφερα να λύσω. Σαν σκοτεινιάζουν τα μάτια σου – όπου κι αν είσαι – τα βλέπω. Φουρτουνιασμένες θάλασσες και σκοτεινιάζει ο τόπος. Κείνες τις ώρες ήθελα να πάρω το κεφάλι σου στο στήθος μου, να σου χαϊδέψω τα μαλλιά να ησυχάσεις… και δεν μπορώ. Κείνες οι ώρες μοναχά πονάνε.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση