Βράδυ με φως καλοκαιριού

Είναι κάτι βράδια, αξημέρωτες αγάπες
Που ενώ ο πόνος έχει γίνει συγκάτοικος στη μοναξιά,
Ακόμη περιμένεις το φεγγάρι να γλιστρήσει κάτω απ’ την πόρτα σου,
Να μπει κρυφά στο μικρό δωμάτιο,
Να σιγοψιθυρίσει μες στ’ αυτί σου
Γλυκά, ανομολόγητα «σ’ αγαπώ»
Κι έπειτα απ’ τις χαραμάδες να ξεφύγει πάλι μόνο.

Αυτά τα βράδια με τα τραγούδια του ραδιοφώνου
-που αγάπησες, που αγαπήθηκες-
Τελειώνει κάθε θλίψη βουβή.
Και το λευκό σεντόνι που σκεπάζει τους καθρέφτες
-για να μην τρομάζουν τα είδωλα τη νύχτα-
Σιγοπέφτει αποκαλύπτοντας μνήμες που θες να ξεχάσεις,
Ανθρώπους που σ’ έχουν πονέσει,
Αγάπες που σ’ έχουν πληγώσει,
Φιλιά που έχουν ματώσει μέσα στα σπλάχνα σου,
Φιλίες που σ’ έχουν προδώσει,
Αξίες που έχουν παλιώσει μες στα μάτια σου.
Κάποια στιγμή ήταν μαχαίρια δίκοπα,
Μα τώρα πια δεν έχουν δύναμη να κόψουν και να σκίσουν.

Ματωμένα όνειρα, πληγές ανοιχτές που δεν κλείνουν
Περνούν σιγά σιγά στο χτες κι όλα ξεχνιούνται…
Ή έτσι νομίζεις.
Τα σκεπάζει όλα το λευκό σεντόνι.
Μέχρι να’ ρθει η ώρα να πέσει ξανά, να τ’ αντιμετωπίσεις όλα.
Ίσως αν τα ξαναζήσεις να μην ματώσεις ξανά.
Τη δεύτερη φορά που θα με σκέφτεσαι,
Θα ξέρεις να με σκοτώσεις προτού σε χτυπήσω.

Μην κλάψεις.

Τα δάκρυα είναι για τους δειλούς,
Γι’ αυτούς που ακόμα δεν ξέρουν να παλεύουν, να ζουν.
Για σένα υπάρχει μόνο εκείνο το τραγούδι το παλιό
Που άκουγες απ’ το στόμα των παππούδων σου όταν σε κανάκευαν.
Τύχη καλή, ώρα καλή, σου εύχομαι και μη σε νοιάζει.
Ό,τι η καρδιά διατάζει ξέρει πώς να σε πείσει να το ζεις.
Γείρε , λοιπόν, με μαξιλάρι τα δυο σου χέρια
Και ταξίδεψε σε όσα κανείς δε σου’ χει πει.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση