Τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ

– Σε χτύπησε;

– Όχι σκόνταψα και χτύπησα στο κομοδίνο.

Κάπως έτσι δικαιολογούσα τα σημάδια, σε όλους εκείνους που έβλεπαν το σαστισμένο μου βλέμμα και τον τρόμο αλλά δεν ήξεραν τι κρύβει πίσω της η σιωπή. Μπορείς να μαντέψεις, μα δε θα το παραδεχτώ ποτέ. Ήσουν ο άντρας μου. Αυτός που μ’αγαπούσε, με φρόντιζε. Τίμιος, καλός οικογενειάρχης. Ωραίος τύπος στην παρέα, αστείος. Καλός άνθρωπος. Να βοηθήσεις τους πάντες. Φιλότιμος, λέγανε στη γειτονιά.

Μάθαμε βλέπεις πώς δεν πρέπει να ξέρει ο ένας κι άλλος τι γίνεται μέσα στο σπίτι μας. Τα εν οίκω μη εν δήμω. Απ’έξω από το σπίτι μου ας είναι και ο αδερφός μου. Τι θα πει ο κόσμος;

Τα είπα στη μάνα μου. Όταν πονάς, τη μάνα σου φωνάζεις.

Θα φύγεις; Πού θα πας; Ποιος θα σου δώσει δουλειά; Τι θα κάνεις με δυο παιδιά; Θα ζουν χωρίς πατέρα; Πώς θα τα μεγαλώσεις; Με τι λεφτά;

Εσύ τον διάλεξες. Χωρισμένη στο σπίτι δε γυρνάς. Πουτάνες μες στο σπίτι μας δε βάζουμε. Να μείνεις με τον άντρα σου.

Εσύ φταις. Κάτι έκανες κι έχασε τον έλεγχο. Δεν μπορείτε να βάλετε σε τάξη τους άντρες σας και το σπιτικό σας;

Άντρας είναι. Θα σου δώσει και κανά χαστούκι. Για μια σφαλιάρα θα χαλάσεις το σπίτι σου;

Δεν ήταν μόνο μια σφαλιάρα. Δεν ήμουν άχρηστη αλλά με έμαθες ότι αυτό είμαι. Όχι μόνο εσύ. Έτσι είναι η ζωή, μου είπανε. Δεν είσαι η μόνη. Δεν υπάρχουν πρίγκιπες, άσπρα άλογα. Κανείς δε θα σε σώσει. Ένας αδιάκοπος αγώνας είναι να επιβιώσεις.

Δεν είχα πού να πάω. Μια ασφάλεια. Εγώ έφταιγα. Ζητούσες συγγνώμη που με χτύπησες. Μου έπαιρνες δώρα, μου έφερνες λουλούδια. Σε ανάγκασα να με χτυπάς. Η συμπεριφορά μου έφταιγε. Σου έδινα δικαιώματα κι ας μην κοιτούσα τίποτα στον κόσμο πέρα από σένα. Προσπαθούσα να μ’ αγαπήσεις ξανά όπως πρώτα. Σε συγχωρούσα. Εγώ έφταιγα. Δεν ήμουν το ίδιο όμορφη, γκρίνιαζα, δε σε άφηνα ελεύθερο. Τι άλλο ήθελα; Δεν είχα τα πάντα;

Να βγαίνω λέει να βλέπω τις φίλες μου. Ποιες φίλες. Λες ψέματα μια φορά, δυο φορές, τρεις φορές. Ανίκανες να σε βοηθήσουν, δεν αντέχουν να σε βλέπουν να καταστρέφεσαι. Τη χτυπάει, λέγανε μεταξύ τους. Κι ύστερα φεύγανε. Πού να μπλέξεις;

Μα πώς είναι δυνατόν να τη χτυπάει αυτός; Τόσο καλό παιδί… Κάτι θα τού’κανε. Μπορεί να είναι πουτάνα. Πώς να τη μαζέψει ο άνθρωπος. Ντροπή της με δυο παιδιά.

Έπρεπε να φύγω.

Τα παιδιά τουλάχιστον δεν τ’ακουμπούσες. Φαίνεται μονάχα εγώ σου ανηκα. Κλειστές οι πόρτες μπορεί να ακούγανε πού και πού κανένα ξεψυχισμένο ουρλιαχτό. Βούλωνα το στόμα μου με τα χέρια μου να μην ακούγομαι. Μακάρι να πέθαινα, να τελειώσει το μαρτύριο. Τα σημάδια τα έκρυβα όσο μπορούσα. Λίγο μακιγιάζ, πούδρα, μέικαπ. Κι ύστερα γελούσα.

– Μαμά, σε χτυπάει ο μπαμπάς;

– Όχι, αγάπη μου, παίζαμε και χτύπησα.

– Ο μπαμπάς της Μαρίας τη χτυπάει. Κι αυτή και τη μαμά της. Έχουν σημάδια να σαν τα δικά σου.

– Δεν έχω σημάδια, καρδιά μου. Ζωγραφίζαμε με το μπαμπά, μουτζουρώθηκα και η μπογιά αυτή δε βγαίνει.

Ήρθε η αστυνομία. Τη φώναξε ο γείτονας γιατί κλαίγανε τα παιδιά. Δεν έγινε τίποτα τους είπα. Όλα καλά είναι. Τι θέλεις άνθρωπε μου κι ανακατεύεσαι;

Καλός άνθρωπος ο γείτονας. Έχω κορίτσια στην ηλικία σου, μου είπε…

-Τι θέλει αυτός κι ανακατεύεται; Εσύ του έδωσες δικαίωμα. Να σε πηδήξει θέλει;

(Μη μιλάς. Μην απαντάς. Κοίτα κάτω. Μπορεί να του περάσει. Μην πεις τίποτα.)

Θα φύγω.

Δεν έχω πού να πάω. Αλλά καλύτερα νεκρή παρά άλλο έτσι. Πόσο να συγχωρέσω; Κι ο Θεός θα έπαυε από ένα σημείο και μετά. Δε φταίω. Το ορκίζομαι!

Σιχαίνομαι που μ’αγγίζει. Τι με θέλει πια; Αφού με έκανε σκουπίδι. Ρετάλι. Σε φτιάχνει η θέα από τα σημάδια;

Θα φύγω. Τα παιδιά πού να τα πάω; Στο δρόμο;

Θα γυρίσω να τα πάρω. Δε θα τα πειράξει. Τ’ αγαπάει.

Έτσι αγαπόυσε κι εμένα στην αρχή. Και τώρα λέει μ’αγαπάει.

Θα πάρω τα παιδιά και θα φύγω.

Τελείωσε.

Είδα μια στέγη. Θα με βοήθησουν. Δε θα με βοηθήσουν;

Αύριο που είναι να πάω στο σούπερ μάρκετ. Θα είναι στη δουλειά. Θα πάρω δυο ρούχα και τα παιδιά απ’το χέρι και θα φύγω.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση