Επέτειος

Οι δείκτες του επιτοίχιου ρολογιού σταματημένοι στις 10:10 απόψε το βράδυ. Ο χρόνος δεν περνά, όλα γύρω μας ακίνητα. Σε ένα κρεβάτι δύο ξένοι, που κάποτε ήταν όχι απλά δύο γνωστοί, μα ένα σώμα.
Θέλω να κοιμηθώ ή να κοιμηθείς πρώτος εσύ, γιατί αυτή η σιωπή με βασανίζει και τρανεύει την εσωτερική μου φωνούλα, που τώρα μεταμορφώθηκε σε κραυγή.

Κοιτάζοντας το λευκό ταβάνι του υπνοδωματίου, παλεύω να καταλάβω γιατί δεν ενεργεί εκείνο το ηρεμιστικό, που πήρα κρυφά από εσένα, κλειδωμένη στο μπάνιο μας προηγουμένως. Θα έπρεπε να έχει ήδη δράσει, να με έχει βυθίσει σε ένα ύπνο δίχως όνειρα, δίχως καμία επαφή με το συνειδητό ή το ασυνείδητο μου.

Ρίχνω μια ματιά τριγύρω στο δωμάτιο. Αυτό το λευκό στους τοίχους με τυφλώνει. Τίνος ιδέα ήταν να βάψουμε το υπνοδωμάτιο μας με αυτό το εκτυφλωτικό λευκό, που δε μ’ αφήνει να χαλαρώσω; Κάπου είχα διαβάσει, θυμάμαι, πως το πράσινο χρώμα ξεκουράζει το βλέμμα. Δεν υπάρχει τίποτα πράσινο μέσα σε αυτό το αναθεματισμένο δωμάτιο; Κάτι να καρφώσω πάνω του το βλέμμα μου και ν’ αγκιστρωθώ, ώσπου να μπορέσω να κλείσω τα μάτια μου και να αφεθώ στην αγκαλιά του Μορφέα, που εδώ και καιρό την προτιμώ περισσότερο από τη δική σου.

Τώρα θυμήθηκα. Δική μου ιδέα ήταν να βάψουμε το δωμάτιο λευκό, για να ξεχωρίζουν περισσότερο έντονα τα μοντέρνα έπιπλα και τα διακοσμητικά, που τόσο προσεκτικά τακτοποίησα διακοσμώντας το. Θυμάμαι δε σου άρεσε, αλλά δε μ’ ενδιέφερε η γνώμη σου, γιατί οι άντρες δεν έχουν και πολύ γούστο.

Πότε έπαψα αλήθεια να δίνω σημασία στη γνώμη σου; Πότε έπαψε να με νοιάζει οτιδήποτε σε αφορούσε ή αφορούσε εμάς;

Όλα πάνω σου με ενοχλούν τώρα πια. Τώρα που έφυγε ο έρωτας και τον αντικατέστησε η ρουτίνα, η στυγνή καθημερινότητα. Με ενοχλεί το ροχαλητό σου τις νύχτες που δεν μπορώ να κοιμηθώ. Η αλήθεια είναι βέβαια πως δε φταίει εκείνο. Και να σκεφτείς πως κάποτε το έβρισκα μελωδικό κι αστείο. Με ενοχλεί η τόση σου ανασφάλεια. Αυτή που κάποτε με ενθουσίαζε γιατί ήσουν τόσο ερωτευμένος μαζί μου κι ήθελες συνεχώς την επιβεβαίωση μου. Με ενοχλεί το άγγιγμα σου που δεν ωρίμασε με την πάροδο του χρόνου, ενώ κάποτε με τρέλαινε το πάθος σου για μένα.

Με ενοχλεί ο τρόπος που ντύνεσαι, που μιλάς, που περπατάς, που κάθεσαι στον καναπέ και τσαλακώνεις τα όμορφα ριχτάρια μου. Με ενοχλεί το δυνατό και γάργαρο γέλιο σου. Μα καλά δεν μπορείς πιο σιγανά; Τι είναι αυτό που βρίσκεις τόσο αστείο;

Με ενοχλεί όταν βλέπεις τηλεόραση, που δεν καταλαβαίνεις τίποτα από όσα συμβαίνουν γύρω σου, που δεν ακούς όταν σου μιλώ, που αποχαυνώνεσαι και κρατάς με μανία το τηλεχειριστήριο, μην τυχόν και στο αποσπάσει κανείς.

Με ενοχλούν τα λουλούδια που μου έφερες σήμερα. Σου το έχω πει χιλιάδες φορές πως τα μπουκέτα λουλουδιών μου θυμίζουν κηδεία. Γιατί έπρεπε ειδικά φέτος να γιορτάσουμε την επέτειο μας, αφού είχαμε υποσχεθεί από την αρχή της γνωριμίας μας, πως δε θα είχαμε ανάγκη να γιορτάζουμε μια μέρα κάθε χρόνο την αγάπη μας, γιατί κάθε μέρα αν αγαπιόμαστε είναι γιορτή; Γιατί έπρεπε να μου αγοράσεις ένα πανάκριβο δώρο, ενώ εγώ όχι απλά δεν σου χάρισα τίποτα, αλλά ούτε καν θυμόμουν ότι σαν σήμερα παντρευτήκαμε δέκα χρόνια πριν. Γιατί να γιορτάσουμε το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μας; Σου είχα πει πως δε μ’ αρέσει ο γάμος. Πως θα γινόμασταν δυστυχισμένοι όπως τόσοι και τόσοι άλλοι. Δε με πίστεψες κι ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ήσουν σίγουρος πως ήμασταν τόσο ιδιαίτεροι, που δε διατρέχουμε τέτοιο κίνδυνο. Σου είχα πει πως θα σε παντρευόμουν, όταν πια θα είχα πάψει να σ’ αγαπώ και θα είχα αρχίσει να σε μισώ επειδή θα σε είχα συνηθίσει. Θα σε παντρευόμουν μόνο για να σε βασανίσω και να σε καταστρέψω.

Και να που επιβεβαιώνομαι δέκα χρόνια μετά την πιο σημαντική μου ατασθαλία.

Μου είχες πει ότι δε θα άλλαζες ποτέ. Πόσο δίκιο είχες…

Άλλαξα όμως εγώ και δεν μπορώ πια να ζήσω μαζί σου, ούτε για σένα, ούτε για την αγάπη μας, που έγινε πια μια βαρετή υποχρέωση.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση