Οι μελωδίες στο πιάνο

Στα τραγούδια που σου γράφω τις νύχτες κι ονειρεύομαι μέσα στις μουσικές που με ταξιδεύουν, ένα ζευγάρι μάτια – τα δικά σου – σ’αυτά παλεύω να σου πω, πόσο πολύ έχω αγαπήσει την ψυχή σου. Με τα δάχτυλά μου να βολτάρουν στα πλήκτρα ενός πιάνου με ουρά – που κάνει το δωμάτιο να μοιάζει με ράμπα θεατρική – με τις μελωδίες να ξεχύνονται στον κατάλευκο άδειο χώρο, με την ηχώ της φωνής μου να χτυπά στους τοίχους και την καρδιά μου να αναβλύζει συναισθήματα, ανείπωτα, απερίγραπτα. Κι αν δεν μπορώ να σου τα πω, θα σου τα τραγουδήσω και θα είναι δικά μας μοναχά. Κάποτε θα πάσχιζα να γράψω τη φωνή μου σε μια κασέτα, στο μικρόφωνο ενός ραδιοφωνικού κασετόφωνου, με τις λέξεις να κομπιάζουν, να σταματούν στα χείλη μου λιγάκι ντροπαλά ή θα σου έγραφα με γαλάζια γράμματα σε ένα κομμάτι χαρτί πολυκαιρισμένο, αρωματισμένο με αναμνήσεις. Τώρα ακόμα δεν μπορώ να μιλήσω, μα μπορώ τουλάχιστον να σου τραγουδήσω, ίσως χωρίς να σε κοιτάξω στα μάτια, γιατί φοβάμαι πόσο πολύ με διαβάζεις. Γιατί μοιάζουν τα μάτια σου σαν πυροτέχνημα στο σκοτάδι, σαν πυροβολισμοί στην ησυχία της νύχτας. Κι ας είσαι τόσο ήρεμος, αυτά τα μάτια σου μπορούν σε μια στιγμή τον κόσμο να δυναμιτίσουν και να τον γκρεμίσουν.

Πεντάγραμμο και νότες, κλειδιά του σολ και του φα χορεύουν στο μυαλό μου και στροβιλίζουν τη μορφή σου μπροστά στα μάτια μου αέναα. Πόσο σ’ αγάπησα, αλήθεια, δεν είχα ως τώρα καταλάβει. Γεμίζεις τον κόσμο γύρω μου, πνίγεις – σα θηλιά στο λαιμό – κάθε θλίψη μικρή και μεγάλη, από εκείνες που παλεύουν να γιγαντωθούν μέσα στο αλκοολικό ποτήρι μου, που γρήγορα αδειάζει, ξαναγεμίζει και ξαναδειάζει όταν μου λείπεις.

Πόσα θέλω να σου πω, να σου φωνάξω, ένα μονάχα “μείνε” και πώς σκαλώνουν οι λέξεις στο λαιμό; Μα όταν σου γράφω κι όταν τραγουδάω τον αναστεναγμό του έρωτά μου, είναι όλα πιο εύκολα, πιο μελωδικά. Γιατί ήρθες κι η ζωή γέμισε μουσική, φώτα, συναυλίες, τραγούδια, θέατρα κατάμεστα με κόσμο και χειροκρότημα.

Πεπεισμένη πια για τη μικρότητα της ύπαρξής μας, ξεγελασμένη κατά καιρούς από ανούσιες κραιπάλες, από ανώριμους εραστές, από ανόητους έρωτες, εγκαταλελειμμένη στην πίκρα της αποτυχίας να βρω το όνειρο, είπα, δε θα σ’ αφήσω να με γνωρίσεις, δε θα μ’ αφήσω να σ’ αγαπήσω, μα δες με μπροστά σε αυτό το ξύλινο θεριό και με τα πλήκτρα από ελεφαντόδοντο κάτω από τα δάχτυλά μου, γίνομαι γατί μικρό που ψάχνει να βρει χάδι. Γονατισμένη μπροστά του, προσκυνώ μια θεότητα που με όρισε και με κυρίευσε κι αυτό στα χέρια μου μαλακώνει, ημερεύει και στη φωνή μου υποκλίνεται βαθιά με σεβασμό μπροστά στο μόνο θεατή. Σε σένα. Μείνε απόψε λίγο ακόμα. Δώσε μου να ανάψω δυο κεριά πάνω στο πιάνο, να ‘ναι το μόνο μας φως καθώς νυχτώνει, άσε τις φλόγες τους να τρεμοπαίζουν στο σκοτάδι, άκουσε μια φορά πόσο σε νιώθω δικό μου, κάθισε δίπλα μου και γείρε το κεφάλι σου στον ώμο μου.

Μείνε απόψε λίγο ακόμα κι άσε το πιάνο να σου πει, όσα δε μπόρεσα ποτέ να ομολογήσω. Οι εξομολογήσεις με τρομάζαν πάντοτε, μα τώρα λέω τους φόβους μου ν’αφήσω πίσω. Μαζί σου θα τους πολεμήσω με ένα σπαθί κοφτερό κι οι δράκοι των παραμυθιών θα φύγουν.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση