Ραντεβού

Κάθισα σήμερα να περάσω το απόγευμά μου, δίπλα σε ένα παράθυρο. Κοιτάζοντας τη δύση του ήλιου, πίσω από τα ψηλά κτίρια της πόλης. Μια πορτοκαλομενεξεδένια ομορφιά πίσω από το γκρίζο τσιμέντο. Με ένα καφεδάκι στο χέρι, καθισμένη στο περβάζι, με τα γόνατα διπλωμένα μπροστά στο στήθος, με το τζάμι ανοιχτό, ένα αεράκι να μου χαϊδεύει το πρόσωπο και το αγαπημένο μου γλαστράκι με το βασιλικό, εκείνο που μου χάρισες.

Είπα να μετρήσω λιγάκι τις στιγμές, κι ίσως τα συναισθήματα. Μα είμαι τόσο ανόητη… Μετριούνται με τη λογική; Όχι. Μετριούνται με αριθμούς; Όχι. Αφού με τα μαθηματικά ποτέ μου δεν τα πήγαινα καλά. Τι το θέλω το μέτρημα; Ούτε τα αστέρια δεν κατάφερα ποτέ να μετρήσω, κάτι αυγουστιάτικες νύχτες ξαπλωμένη στην αμμουδιά. Αποτύχαμε με τα νούμερα. Μείναμε να κυνηγάμε την άπιαστη ευτυχία και τον φτερωτό έρωτα. Πόσο να τρέξεις πια;

Σε σκέφτομαι. Πότε έντονα, πότε λιγάκι, πότε καθόλου, γιατί έχω δουλειές, που με κρατούν απασχολημένη ή είναι στιγμές που περνώ τόσο καλά, που δεν περνάς από το νου μου ούτε σα σκιά.

Να είμαι ερωτευμένη; Μπα. Ίσως. Δεν ξέρω. Απλά μου αρέσει που μου μοιάζεις. Γιατί σε βλέπω, όπως με βλέπεις κι εσύ. Εκείνα που δεν ξεχωρίζουν οι υπόλοιποι. Γιατί δε θέλω να σε μάθω. Δε βλέπω κάτι άγνωστο και δε φοβάμαι.

Μυρίζει βανίλια. Στο από κάτω διαμέρισμα μάλλον ψήνουν εκείνο το κέικ που είπες πως σ’ αρέσει. Θυμάσαι; Πασπαλισμένο με λίγη ζάχαρη άχνη και κακάο.

Βράδιασε, κι ακόμα είμαι εδώ. Το μοναδικό πράγμα που άλλαξε είναι πως ατενίζω μια πανσέληνο μελαγχολική και στα χέρια μου, αντί για την κούπα του φρεσκοψημένου, ζεστού καφέ, κρατώ ένα ποτήρι ουίσκι και το τσιγάρο μου, που καπνίζει, συνήθως μόνο του τέτοιες στιγμές αφηρημένες. Η πόλη είναι ακόμα πιο όμορφη όταν νυχτώνει, πιο μοναχική, πιο ήσυχη, μυστηριώδης, στο σκοτάδι της τυλιγμένη, με τους ανθρώπους της ελεύθερους.

Στο απέναντι μπαλκόνι ένα ζευγάρι τσακώνεται. Τώρα φιλιούνται. Ναι, θα ήθελα να είσαι εδώ. Γιατί ζήλεψα. Και τώρα σε σκέφτομαι. Πολύ.

Δουλεύεις. Πολύ. Και μου λείπεις τις νύχτες που αργείς και περιμένω στον καναπέ με αγωνία, κοιτάζοντας την πόρτα. Τα πρωινά, που δε με ξυπνάς με ένα φιλί για καλημέρα, γιατί βιάζεσαι. Δε μου λείπεις όταν δεν κοιμάσαι εδώ. Συνήθως πίνω το ποτό μου στο μπαράκι με τα παιδιά, φλερτάρω, χορεύω, διασκεδάζω, πηγαίνω στο θέατρο που τόσο μ’ αρέσει. Εκείνες τις βραδιές σαν να μην υπάρχεις. Ως αργά στο γραφείο κι ούτε ένα μήνυμα. Ζω και χωρίς εσένα. Αλλά θέλω να ζω με σένα. Όχι να σ’ έχω ανάγκη, απελπισμένα να σε ψάχνω παντού, μα να σ’ άγαπήσω όπως δεν αγαπήθηκες ποτέ. Γιατί το θέλω. Γιατί σε θέλω εδώ. Να είσαι επιλογή. Να είσαι η αγκαλιά μου τις νύχτες. Να σκοτεινιάζω και να μου δίνεις φως. Να μελαγχολείς και να σου δίνω χαμόγελο. Να μην χρειάζεται να σου μιλήσω, να μοιραζόμαστε τη σιωπή. Γιατί εσύ ξέρεις. Με ξέρεις. Ίσως και να’ μαι ερωτευμένη τελικά. Μια εγωίστρια ερωτευμένη με τον εαυτό της. Και ποιος καλύτερος καθρέφτης από σένα;

Πού είναι το τηλέφωνο μου; Κι αν έχεις δουλειά δε δίνω δεκάρα. Απόψε είσαι δικός μου. Θα βγούμε να κάνουμε μια τρέλα απόψε. Γιατί θέλω να με φιλήσεις έξω στο δρόμο, να χορέψουμε χωρίς μουσική, να ξεχάσουμε τα πάντα, να σβήσουμε τις σκέψεις, τις ενοχές, τις ανησυχίες και να ερωτευτούμε για πρώτη φορά χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς κανένα φόβο.

Καλεί…
“Ραντεβού στο παρκάκι στη γωνία σε μισή ώρα. Μην αργήσεις!”.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση