Σε κάποιο μπαρ

Στη μια γωνιά του μπαρ τυλιγμένοι απ’ τον καπνό και λίγη αμηχανία, προσπαθώντας να βάλουμε τις σκέψεις μας σε τάξη, για να διαλέξουμε προσεκτικά τι θα πούμε, τι θα μοιραστούμε, τις στιγμές που η σιωπή γίνεται αβάσταχτη και τρομακτική.

Παίζεις με το τηλέφωνό σου κι εγώ με το δικό μου, να νιώσουμε λίγο σημαντικοί, να δείξουμε λίγο ιδιαίτεροι, πολύ διαθέσιμοι και κάπως σοβαροί, απαντάμε σε μηνύματα, λύνουμε προβλήματα, ποτέ όμως τα δικά μας.

Γεμίζεις το ποτήρι μου με λίγη ελαφρότητα, έτσι λιγάκι να με μεθύσεις, να ρίξεις τις άμυνες μου, να γκρεμίσεις τα τείχη μου κι εγώ χαμογελώ στην αδιακρισία σου, που προσπαθεί σκληρά, να μάθει τα πάντα, όσο πιο γρήγορα γίνεται και παλεύει να ανακαλύψει ξανά τον τροχό της αμάξης. Μα είναι τόσο απλό να με γνωρίσεις, απλά κοίτα με στα μάτια. Ανοιχτό βιβλίο στέκομαι μπροστά σου. Ρώτα ό,τι μπορείς να σκεφτείς, ό,τι μπορεί να θελήσεις. Θα προσπαθήσουν τα χείλη μου να σου τα κρύψουν, οι λέξεις να σε μπερδέψουν, μα τα μάτια μου ακόμα δεν έμαθαν να λένε ψέματα και πάντα με προδίδουν. Γι’ αυτό και δυσκολεύομαι να σε κοιτάξω στα μάτια, αποφεύγω εντέχνως το βλέμμα σου και παρατηρώ δήθεν το χώρο και τους ανθρώπους.
Ανάβω ένα τσιγάρο, μου αρέσει η φλόγα του αναπτήρα. Θυμάμαι πόσο θέλω να παίξω με τη φωτιά, πόσο θέλω ένα παιχνίδι μαζί σου. Γιατί το δίχως άλλο είσαι φωτιά και θα με κάψεις, αλλά χαλάλι σου.
Σε παρακολουθώ όταν δε με βλέπεις κι απλώς απορώ, γιατί θέλεις να μάθεις τα πάντα, ενώ δε θέλεις τίποτα δικό σου να μου πεις. Προσπαθώ αφελώς να διαβάσω τον τρόπο που κινείς τα χέρια σου, τον τρόπο που κινείσαι στο χώρο, τον τρόπο που το βλέμμα σου ανακαλύπτει τον κόσμο τριγύρω, τον τρόπο που πίνεις το ποτό σου, τον τρόπο που χαμογελάς βεβιασμένα κι αθώα.

Σε αφήνω ν’ ανακαλύψεις σιγά σιγά τον κόσμο μου κι εσύ παλεύεις να μου ανοίξεις μια πόρτα στο δικό σου, κρύβουμε λιγάκι τη φλόγα που μας καίει, εγώ αποφασισμένη να πάρω τα ρίσκα μου, να τρέξω έναν αγώνα δρόμου μαζί σου, εσύ ψάχνοντας να βρεις τη σιγουριά και την ασφάλειά σου. Ακόμα ένα ποτό και σοβαρεύεις κι άλλο, να ήξερες άραγε πόσο μ’ αρέσει αυτή η ηρεμία σου κι εκείνο το χαμόγελο που μοιάζει αληθινό.

Παίζω λίγο με το πακέτο μου, με συμπιέζει σε στιγμές που θέλω να εκραγώ σαν το Big Bang, μη με ρωτήσεις πώς, μα σου ορκίζομαι με χαλαρώνει απίστευτα, χαμηλωμένο το βλέμμα στο μπαρ και πασχίζω να το τσαλακώσω με μανία για να πνίξω μάλλον την αμηχανία μου. Κι εσύ το ξέρεις και δε μ’ αφήνεις, στα όρια μου με σπρώχνεις με την περιέργεια ενός παιδιού, να δεις τι θα συμβεί μετά.

Αντέχεις; Τολμάς; Γιατί μετά έχω σκοπό να σε φιλήσω και να μη σταματήσω. Γιατί μετά έχω σκοπό να σου αφήσω ένα κομμάτι δικό μου, να με θυμάσαι. Και θα φύγω ξημερώματα, δίχως σημείωμα, δίχως τηλέφωνο, δίχως υπόσχεση, μόνο με τη γεύση των χειλιών σου στα χείλη μου και το άρωμά σου στο κορμί μου.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση