Αμηχανία

Καθισμένη σε ένα παγκάκι, με τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μετά το ψιλόβροχο, κοιτώντας τα φύλλα που πέφτουν αργά από τα κλαριά των δέντρων και φτιάχνουν ένα όμορφο καφέ φθινοπωρινό χαλί στα πόδια μου, ενώ αυτός ο ήλιος που δεν περίμενα χαϊδεύει το πρόσωπό μου κι ένα γλυκό αεράκι ψιθυρίζει στα αυτιά μου.
Κι όπως έχω αδειάσει το νου μου από όλα, από όνειρα, ελπίδες, φόβους, αναμνήσεις, ερωτήματα κι έχω χαλαρώσει το κορμί μου, με τους ώμους μου σκυφτούς να παρατηρώ τα πουλιά που πειραματίζονται με τις πτήσεις τους σε μια προσπάθεια να φτάσουν την τελειότητα, σε ένα αδιάκοπο παιχνίδι, μια σκιά μου κρύβει τον ήλιο και νιώθω λίγο θυμωμένη σαν άλλος Διογένης.
Μέχρι τα μάτια μου να συνηθίσουν την αντηλιά, για να γνωρίσω τη μορφή σου, θα περιοριστώ στον ήχο της φωνής σου. Μου είχες λείψει.
Κι όταν το χέρι σου προσγειωθεί απαλά στο μάγουλο μου, γέρνω το κεφάλι μου, να νιώσω αυτό το χάδι, που από καιρό είχα ονειρευτεί.
Κι αναθεματίζω ετούτη την αμηχανία που με τρομάζει, με ακινητοποιεί, με συμπιέζει τόσο που χωράω μέσα από μια χαραμάδα. Δεν ξέρω πως το κάνεις αυτό. Το χαμόγελο στα χείλη μου παγώνει, μένει εκεί, σχεδόν ζωγραφισμένο σαν του Τζόκερ. Ώσπου να φτάσουν από το νου μου οι λέξεις κι οι εικόνες στα χείλη μου κάτι παράδοξο κι ανεκδιήγητο συμβαίνει, χάνονται κάπου στο δρόμο; Δεν ξέρω. Μπλέκονται μεταξύ τους κι ύστερα δε βγαίνει νόημα κανένα; Μπορεί κι αυτό να συμβαίνει. Σημασία έχει πως δεν μπορώ να συντονίσω τίποτα, εγώ που τα είχα πάντα όλα υπό έλεγχο.

Δεν μπορώ να σε κοιτάξω στα μάτια. Δεν τολμώ.
Κι από το φόβο της σιωπής λέω ασυναρτησίες, με τα μάτια μου να αποφεύγουν τα δικά σου σαν τον ίδιο το διάβολο, με το κεφάλι μου τόσο στέρεα τοποθετημένο να κοιτάζει το υπερπέραν και με φορεμένες παρωπίδες να μη γυρνά να σε αντικρύσει. Μόνο όταν κι εσύ κοιτάζεις κάπου αλλού προφταίνω μια ματιά στα κλεφτά.

Τα χέρια μου τρέμουν κι εγώ προσπαθώ να το κρύψω, η φωνή μου το ίδιο. Εκείνο το τσιγάρο το τινάζω ξανά και ξανά δίχως νόημα και ξεφυσάω απελπισμένη. Ρωτάω που και που όλα τα ανώδυνα και αδιάφορα κι ύστερα σωπαίνω. Μα κι εσύ, κάνε κάτι να με βγάλεις από αυτή τη δύσκολη θέση. Θέλω να σ’ αγγίξω κι ύστερα το ξανασκέφτομαι. Μόλις απλώνω λίγο το χέρι μου, σταματώ και μαλώνω ενδόμυχα τον εαυτό μου.

Τι μου συμβαίνει; Σαν να ερωτεύομαι για πρώτη φορά. Και κοκκινίζω κιόλας. Απίστευτο μου φαίνεται. Σαν να έχω μεγαλώσει λιγάκι για τέτοια πράγματα. Δεν ξέρω η καρδιά μου αν αντέχει τις εφηβικές ετούτες συγκινήσεις.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση