Μετά…

Γίνεται η αγάπη φυλακή καμιά φορά, που σε δένει με αλυσίδες απ’ την καρδιά και σε κρατά σφιχτά. Σε κρατά δέσμιο ακόμη κι αν βούλιαξες στη ρουτίνα και τη συνήθεια, ακόμη κι αν δεν υπάρχει τίποτα πια να σε γεμίζει, τίποτα άλλο να σε κρατά.

Ύστερα θα μου πεις, όμορφη είναι η αγάπη. Μα σα δεν είσαι ελεύθερος, ποια η ομορφιά;
Φαντάσου ένα λουλούδι του αγρού που το έκοψες και το έβαλες σε ένα βάζο με νερό ή το ξερίζωσες και το φύτεψες σε μια γλάστρα. Θα’ ναι το ίδιο σε εκείνο το λιβάδι ή στα χέρια σου;

Ξύπνησα ένα πρωινό από όνειρα παράξενα, από δαιμόνων συνεργείες και φαντασιοπληξίες. Ή καλύτερα έπρεπε να πω από πλεγμένα γαϊτανάκια του ασυνείδητου. Αναρωτήθηκα αν είναι αληθινή η αγάπη μας, αν είναι δυνατόν να αγαπιούνται τόσο πολύ οι άνθρωποι, αν είμαστε δυο στάλες νερού που έγιναν μια. Κι αν ναι πως θα χωρίζαμε ποτέ εμείς; Χωρίζει μια στάλα βροχής σε δυο άλλες;

Θυμήθηκα ύστερα πόσος καιρός τώρα που κοιμόμαστε σε χωριστά κρεβάτια, που άλλα κορμιά ταξιδεύουν πάνω στα δικά μας κι άλλες αγκαλιές γίνονται απάνεμα λιμάνια, άλλα μάτια ψάχνουν επιβεβαίωση στο βλέμμα μας, άλλα χαμόγελα γεμίζουν την καρδιά μας.

Την πήρα την απάντηση μου καιρό τώρα, απλώς καμιά φορά ξεχνάω. Δεν έχει σημασία την απόφαση ποιος πήρε. Δεν έχει σημασία ο χρόνος ή ο τρόπος. Όταν ανάμεσα μας μπήκε ένας τυφλός εγωισμός κι αφήσαμε τόσους τοίχους να υψωθούν ακέραιοι κι απροσπέλαστοι, όταν μοιράσαμε μαζί με την αγάπη μας κι εκείνες τις ατέλειωτες στιγμές μοναξιάς, όταν πάψαμε να πιστεύουμε στον απελπισμένο έρωτα κι αφήσαμε άλλους θεούς, επίγειους να απομυζούν την πίστη μας. Όταν θεωρήσαμε δεδομένα όλα τα όμορφα εκείνα δώρα που χαρίζαμε απλόχερα κάποτε ο ένας στον άλλο – δώρα που δεν κόστιζαν τίποτα απολύτως – όταν όλα τα ασήμαντα γίνανε προτεραιότητες και τα σημαντικά μπήκαν στο πίσω μέρος του μυαλού, τότε χάσαμε χρόνο χωρίς να καταλάβουμε πως η αγάπη είχε τελειώσει.

Ίσως προλαβαίναμε ξανά να νιώσουμε από την αρχή, να γνωριστούμε πάλι, καλύτερα αυτή τη φορά, να θυμηθούμε όλα εκείνα που μας μάγευαν, μα όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να διεκδικήσουμε ξανά το συναίσθημα και τη ζωή που είχαμε ονειρευτεί μαζί, μας φάνηκε αστείο στην αρχή κι ύστερα κουραστικό γιατί είχαμε μάθει πια να μην προσπαθούμε ατέρμονα, να μην κοπιάζουμε. Νομίζαμε όλα εύκολα θα είναι και στην πρώτη δυσκολία το βάλαμε στα πόδια σα φοβισμένα παιδιά.
Βαρέθηκα να μοιράζω αρμοδιότητες, δεν θέλω να λογαριάσω θυσίες κανενός, τίνος το φταίξιμο, ποιανού τα χρέη. Ένα μονάχα ξέρω να σου πω, πως τώρα τέλειωσε, πάει, ξεχάστηκε ή θα ξεχαστεί μια μέρα.

Τι κι αν σου έλειψα, τι κι αν μου έλειψες ή έτσι είπαμε κάποια στιγμή πάνω σε ένα μεθύσι. Δεν ξέρω τι μένει. Μάλλον ότι αποφασίσει ο καθένας να κρατήσει. Ίσως και τίποτα. Μπορώ και να τα σβήσω όλα μονοκοντυλιά. Μπορείς κι εσύ. Δεν ξέρω αν θέλεις. Έτσι είναι πάντα. Λίγο πριν σμίξεις κι όταν χωρίσεις. Η λογική χτυπά την πόρτα πριν αφήσει την καρδιά σου να γκρεμίσει ολόκληρο το σπίτι.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση