Δεκανίκια δε χρειάστηκα ποτέ. Μήτε θα χρειαστώ. Στο λέω. Να το ξέρεις και στο μυαλό σου να το βάλεις καλά. Κι αν κλάψω ποτέ δε θα το μάθεις. Κι αν ουρλιάξω μόνη στην απελπισία μου δε θα με ακούσει κανείς. Στον πόνο και στις μάχες πάντα όρθια. Δε θέλω στήριγμα κανένα. Δεν προσκυνώ. Ελεύθερη ως το τέλος. Σαν πουλί που γλιστρά από το κλουβί του. Στο άγνωστο, ναι. Μα τι να τα κάνω τα χρυσά κλουβιά και τα δεσμά; Τάχα πως είμαι προστατευμένη; Όχι. Κάλλιο ο φόβος για το άγνωστο κι ο κίνδυνος, το ρίσκο. Και στην αγάπη έτσι είναι. Το πάθος να ζητάς, καρδιά μου. Όχι μονάχα τη συνήθεια. Εκεί είναι η ομορφιά. Στα χέρια που σε αγκαλιάζουν σαν να μην υπάρχει αύριο και σε σφίγγουν ώσπου να σου κοπεί η ανάσα. Στα μυαλά που αδυνατούν να συγκεντρωθούν σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τη μορφή σου. Στα χείλη που προτιμούν να πεθάνουν με ένα σου φιλί. Στα ρολόγια που γυρίζουν γρήγορα γιατί ο χρόνος μακριά σου είναι μαχαίρι κοφτερό.
Έτσι που λες. Στηρίγματα στη ζωή θα βρεις πολλά. Άλλα απλώς θα είναι εκεί να παριστάνουν το δεκανίκι σου και μέσα τους θα γελούν με την αναπηρία σου. Άλλα θα μένουν εκεί, να τα έχεις ανάγκη μια ζωή, σαν παράσιτα να ρουφούν τη δύναμή σου και ποτέ ξανά όρθιος να μη σταθείς, να μην περπατήσεις. Δεν τα θέλω. Ούτε καν εκείνα που θα έχουν σκοπό ιερό και άγιο κι αγαπημένο. Γιατί πολεμάω μόνη. Έτσι έμαθα από παιδί. Όχι αλητείες. Όχι. Μονάχα να πηγαίνω μπροστά. Να προχωρώ.
Τι θα πεις δε με νοιάζει. Αλήθεια. Δεκάρα δε δίνω. Όταν σου έπρεπε να μιλήσεις σιωπούσες. Τώρα είναι αργά. Τελείωσα εγώ. Δεν έχει πίσω γυρισμό. Δεν με έμαθες. Δεν σε έμαθα. Δυο άγνωστοι που κάποτε συναντήθηκαν, τα είπανε λιγάκι κι αλλάξανε κατεύθυνση. Σε αφήνω να πεις τη δική σου ιστορία. Τη δική μου την ξέρω εγώ και φτάνει. Κι αν με κρίνουν οι άνθρωποι, ποτέ μου δε με ένοιαζε μήτε και τώρα. Γιατί κανείς δεν είναι εγώ. Κανείς δεν είδε, δεν ένιωσε, δεν ξέρει. Κι έτσι δικαίωμα δεν τους δίνω κανένα. Οι άνθρωποι λένε. Πάντα έλεγαν. Εγώ τα αυτιά μου κρατώ κλειστά στις σειρήνες. Και δεν έχω ανάγκη από τραγούδια μαγεμένα, όπως δεν έχω ανάγκη τις πατερίτσες της “αγάπης” κανενός. Επιβιώνω έτσι κι αλλιώς. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ζω κι αλλάζω.
Στα χέρια μου ένα όπλο. Η σιωπή. Στο μυαλό μου άλλο ένα. Τα όνειρα. Δεν έχω μάθει να ξεχνώ. Δεν έχω μάθει να φοβάμαι. Δεν έχω μάθει να ελπίζω σε χίμαιρες. Μονάχα ελεύθερη και στα πόδια μου να στηρίζω το βάρος της ύπαρξής μου. Κι ό,τι γίνει. Τις ευθύνες μου τις αναλαμβάνω και τα προβλήματα έμαθα να τα λύνω. Γιατί σε αυτή τη μια ζωή που έχω να ζήσω, έχω ένα χρέος μονάχο. Χρωστώ στον εαυτό μου να γίνω ευτυχισμένη. Να βρω εκείνο τον παράδεισο, εκείνο το τέλειο, να αγγίξω το όνειρο. Και θα το κάνω. Εδώ θα είσαι και θα το δεις. Γιατί δεν ήμουν και δε θα’ μαι ποτέ ένα από εκείνα τα καλοκουρδισμένα γρανάζια που γυρνούν στη μηχανή. Ελαττωματική τόσο πολύ, μια αλλόκοτη σύνθεση, ένα συνονθύλευμα που μοιάζει τέλειο. Λίγο αναρχικά φτιαγμένη, διαμαρτύρομαι για όσα δε μου κάνουν και κυνηγώ αυτά που θέλω. Έτσι φαντάσου, έναν ανταρτοπόλεμο στον έρωτα. Δε σπάμε βιτρίνες αλλά προκαταλήψεις. Απελευθερώσου. Πέτα τις πατερίτσες κι έλα να τρέξουμε στο δρόμο.