Μ’ ένα τσιγάρο στα χείλη, μάτια υγρά, θολά
Παρέα με τη μοναξιά κατηφόρισε το σκοτεινό δρομάκι.
Η γειτονιά ακόμα κοιμόταν.
Κάπου από μακριά το φεγγάρι αλυσοδεμένο, αμέτοχο παρακολουθούσε…
Ήξερε πως όταν τα αστέρια αρχίσουν να σβήνουν ένα ένα
κι έρχεται η αυγή, τα όνειρα της ζωής ξεχνιούνται,
μπερδεύεται η αλήθεια κι η παραίσθηση,
το τελευταίο δάκρυ δεν πονάει.
Κατέβηκε τα τρία σκαλιά της πλατείας,
ένα θυμιζε το ρημαγμένο παρελθόν
το δεύτερο τις αξημέρωτες αγάπες που συνηθίζαν να τον περιμένουν στο περβάζι,
το τελευταίο σηματοδότης στο φευγιό μιας ανήλιαγης ζωής.
Δεν τον ξανάδε πια κανείς.
Κάποια Τετάρτη ήταν και στάλαζαν δάκρυα οι σταγόνες της βροχής στα παραθύρια.
Πότε;
Δε θυμάμαι πια. Μη ρωτάς…
Παρέα με τη μοναξιά κατηφόρισε το σκοτεινό δρομάκι.
Η γειτονιά ακόμα κοιμόταν.
Κάπου από μακριά το φεγγάρι αλυσοδεμένο, αμέτοχο παρακολουθούσε…
Ήξερε πως όταν τα αστέρια αρχίσουν να σβήνουν ένα ένα
κι έρχεται η αυγή, τα όνειρα της ζωής ξεχνιούνται,
μπερδεύεται η αλήθεια κι η παραίσθηση,
το τελευταίο δάκρυ δεν πονάει.
Κατέβηκε τα τρία σκαλιά της πλατείας,
ένα θυμιζε το ρημαγμένο παρελθόν
το δεύτερο τις αξημέρωτες αγάπες που συνηθίζαν να τον περιμένουν στο περβάζι,
το τελευταίο σηματοδότης στο φευγιό μιας ανήλιαγης ζωής.
Δεν τον ξανάδε πια κανείς.
Κάποια Τετάρτη ήταν και στάλαζαν δάκρυα οι σταγόνες της βροχής στα παραθύρια.
Πότε;
Δε θυμάμαι πια. Μη ρωτάς…