Μεγαλώνω

Βαδίζω σε ένα μονοπάτι μοναχικό, χαμένη στις σκέψεις μου, σε όνειρα που έκανα από παιδί κι όλο φοβάμαι πως τα πρόδωσα, τα ξέχασα, τα άφησα πίσω.

Μεγαλώνω, μαμά.

Δεν είμαι πια παιδί και φοβάμαι. Δε γερνάω. Αλλά μεγαλώνω κι ο κόσμος δε με ρωτάει τι θα γίνω όταν μεγαλώσω. Ενήλικο παιδί με λες. Κάπου στα τριάντα, να ψάχνω τι θέλω, να το βρίσκω, να το θέλω πολύ κι ύστερα ο ενθουσιασμός να ξεφουσκώνει. Στην αναζήτηση από την αρχή. Να χρειάζομαι λίγη καθοδήγηση, μα αναρχικά πλασμένη να μην τη δέχομαι ποτέ.

Και βαδίζω λίγο χαμένη σε κάτι δάση με θεόρατα δέντρα, που κρύβουν το φως, μονάχα λίγες αχτίδες, λίγα ξέφωτα σε εκείνα τα δύσβατα βουνά που διαλέγω κάθε φορά να ανέβω, λίγο λαχανιασμένη, λίγο τρομαγμένη μην πέσω. Για τα δύσκολα γεννήθηκα και τα βγάζω πέρα ή εγώ τα εύκολα τα έκανα δύσκολα; Απορώ. Γιατί, μαμά; Όλα σου μοιάζουν τόσο εύκολα κι αβίαστα κι ήταν πάντοτε έτσι για σένα. Τι λάθος κάνω; Παλεύω να σου μοιάσω και δεν τα καταφέρνω. Πού είναι εκείνη η ευτυχία η τόσο απλή; Ίσως έμαθα να θέλω τα πάντα και δεν μπορώ πια να συμβιβαστώ.

Μεγαλώνω, μπαμπά.

Κι έχω πάψει να σου μιλάω όπως παλιά. Με εκείνο το μόνιμο αίσθημα πως δε θα καταλάβεις, σαν να μας χωρίζει ένα χάσμα γενεών. Με εκείνο το μόνιμο αίσθημα πως θα με κρίνεις κι ας μην το έκανες ποτέ. Με εκείνη τη γνώση πως θα ντραπώ, να σου εξομολογηθώ, στη ζωή μου τι έκανα ως τώρα. Άρα τα έχω κάνει μαντάρα. Και δεν αντέχω, να με κοιτάξεις έτσι γλυκά και να μου γνέψεις συγκαταβατικά. Γιατί δε θέλω να μου λύσεις τα προβλήματά μου. Γιατί μου έλεγες να τα καταφέρνω μόνη και δεν το έκανα σχεδόν ποτέ στο παρελθόν. Γιατί δε θέλω να στενοχωριέσαι για μένα και να αγχώνεσαι. Γιατί θέλω να ζήσεις για σένα και να είσαι ευτυχισμένος.
Με πειράζει που μεγαλώνω, αλλά δε θέλω να με βλέπεις σαν παιδί.

Μεγαλώνω, Εβελίνα.

Μαζί μου μεγαλώνεις κι εσύ. Το είδωλό μου στον καθρέφτη, με τις αγαπημένες μου ρυτίδες που ξεφυτρώνουν καινούριες κι αναμειγνύονται με τις παλιές θεατρικά. Μεγαλώνουμε κορίτσι μου, εσύ κι εγώ, σε ένα τόπο που δε μας χωράει, δίπλα σε ανθρώπους που δεν ξέρουν να λατρεύουν, δεν παθιάζονται, δεν ονειρεύονται, δε στριφογυρνάνε στα κρεβάτια τους άυπνοι, δεν πίνουν τις νύχτες δίχως να μεθάνε, δε θυμούνται λεπτομέρειες μικρές κι ασήμαντες.

Μεγαλώνουμε, μικρή μου, σε μια δουλειά που δε μας γεμίζει, με φίλους που αλλάζουν, συμβιβάζονται, επιλέγουν, ευτυχούν, δυστυχούν, με το φόβο να εγκλωβιστούμε σε αυτά που μας ζητούσε πάντα η κοινωνία. Αλλά όσο τα μάτια μου σπιθίζουν δε μένω εδώ. Πάνω στα τακούνια μου και φεύγω. Μη μείνεις πίσω από το τζάμι του καθρέφτη. Θέλω να σε πάρω μαζί μου. Κι όταν μια μέρα γυρίσουμε σπίτι θα τα πω όλα στο μπαμπά και θα είμαι ευτυχισμένη σαν τη μαμά. Χορτάτες, γεμάτες στιγμές και ζωή. Όταν γυρίσουμε σπίτι θα αρχίσω να γερνάω. Προς το παρόν μονάχα μεγαλώνουμε.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση