Βρίσκομαι άξαφνα δίπλα σε ένα γκρεμό . Περπατώ σύριζα πάνω σε ένα χωμάτινο δρομάκι που υποχωρεί. Τρέμω από το φόβο. Είναι γνωστό πόσο φοβάμαι τους γκρεμούς. Απόκρυμνα βράχια. Χώμα και πέτρες που κυλούν στην παραμικρή μου κίνηση.
Τα ύψη δεν τα φοβάμαι.
Λατρεύω τα αεροπλάνα. Ήθελα μικρή να γίνω πιλότος. Αγαπημένη μου στιγμή σε κάθε ταξίδι η πτήση. Να αγναντεύεις από το παράθυρο τον κόσμο κάτω από τα πόδια σου. Να νιώθεις πως σου κόλλησε ο θεός φτερά και μπορείς ελεύθερα να πετάξεις. Αγαπημένο μου βιβλίο εκείνος ο γλάρος. Ο Ιωνάθαν Λίβινγκστον που με έμαθε να ονειρεύομαι πτήσεις προς την τελειότητα και τεχνικές.
Μα βρίσκομαι εδώ και δεν μπορώ να προχωρήσω.
Στη μέση του πουθενά. Στην κόψη του ξυραφιού. Κι ορθώνεται κάτω από τα πόδια μου το χάος και το σκοτάδι. Πετρώνω από το φόβο. Αδύναμη, ακινητοποιημένη, παραλυμένη. Μήτε μπροστά μήτε πίσω. Και νιώθω πως κάποιος με πιέζει. Βιάζεται να με προσπεράσει ή να με ακολουθήσει κατά πόδας. Αλλά βιάζεται πολύ κι εγώ δεν έχω ανάσα. Δε ζαλίζομαι. Μα με κάθε ανάσα νομίζω θα γκρεμιστώ. Θα καταστρέψω την ισορροπία μου. Κολλάω την πλάτη μου στο βράχο πίσω μου. Τα πόδια μου απέχουν από το κενό ελάχιστα. Αν αλλάξω το κέντρο βάρους μου σκύβοντας μπροστά θα βρεθώ να ίπταμαι κι ύστερα να βυθίζομαι στο ατέρμονο σκότος χάρη στους νόμους της βαρύτητας.
Νιώθω τα μάτια του πάνω μου. Δεν έχει φωνή. Δε με υποστηρίζει, δε με σπρώχνει να προχωρήσω τούτο το μονοπάτι, να σωθώ. Με κοιτάζει επικριτικά και πιεστικά μα δε μπορώ να στρίψω το κεφάλι να τον αντικρύσω. Είμαι εκεί. Παγωμένη. Ξέρω πως στο τέλος αυτού του κακοτράχαλου δρόμου με περιμένει η ασφάλεια. Αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρη. Δε βρέθηκα ποτέ πριν εκεί. Αγχώνομαι. Με λούζει κρύος ιδρώτας. Το στομάχι μου σφιγμένο, κόμπος. Έχω ναυτία. Θέλω να κλάψω από θυμό κι απόγνωση. Τι κάνω; Πού να πάω;
Θέλω να γυρίσω πίσω μα εκείνος μου φράζει το δρόμο, ογκώδης και δεν υποχωρεί. Μονόδρομος μπροστά…
Μοιάζει αποστολή αυτοκτονίας. Θα ρισκάρω.
Τα παπούτσια μου γλιστρούν. Τα βγάζω. Προσπαθώ να απλώσω τα χέρια μου στο πλάι για να κρατώ την ισορροπία μου. Λυγίζω ελαφρώς τα γόνατά μου και γέρνω μπροστά. Αργά και προσεκτικά.
Μην κοιτάς κάτω!
Τα πόδια μου πονάνε. Οι πέτρες καρφώνονται στα πέλματά μου.
Μόνο μπροστά!
Αν πέσουμε… πέσαμε. Δε θα πέσουμε. Πάμε. Εκείνος έρχεται στο κατόπι μου. Τον νιώθω αλλά νιώθω τώρα πια το φόβο του. Δε θα μπορέσει να με ακολουθήσει. Έχει δικούς του δαίμονες και φόβους να παλέψει. Νιώθει ξαφνικά γερασμένος και ανήμπορος.
Απλώνω το ένα μου χέρι πίσω από την πλάτη μου. Δε γυρίζω το βλέμμα μου. Δεν έχω μάθει να αφήνω εκκρεμότητες πίσω. Αλλά κοιτάζω μπροστά. Πάμε. Μαζί. Νιώθω την ιδρωμένη του παλάμη υγρή μέσα στη δική μου. Σφίγγω το χέρι του και προχωράμε. Σταθερά.
Ξυπνώ μέσα στο πάπλωμα και κοιτάζω το ταβάνι του υπνοδωματίου. Τι ώρα είναι; Νύχτα ακόμη έξω. Είναι νωρίς να σηκωθώ για τη δουλειά.