Ένα κορίτσι που έγραφε

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κορίτσι που έγραφε.

Την πρώτη φορά – γιατί όλα κάπως ξεκινάνε – είχε χαθεί απο τη ζωή της ένας άνθρωπος που είχε χρόνια να τον δει, έμοιαζε να είναι αιώνες. Μήτε αδερφός ήταν, μήτε έρωτας, μονάχα ένας φίλος παιδικός που είχανε μοιραστεί παιχνίδια και αταξίες. Σαν χαθούν οι άνθρωποι δε γυρίζουν πίσω. Μονάχα τα μάτια του δε μπόρεσε ποτέ να τα βγάλει από το μυαλό της. Καταγάλανα. Και τα μάγουλά του κατακόκκινα από την έξαψη. Μέχρι τ’ αυτιά κοκκίνιζε εκείνο το παιδί. Και χαμογελούσε τόσο αγνά, όπως μόνο τα παιδιά μπορούν και το γέλιο του γάργαρο και δυνατό. Μια μαύρη μπλούζα και μια τζιν βερμούδα και αφράτος σα λουκουμάκι από το φούρνο του πατέρα του. Πηδάγανε μαζί τα κάγκελα του σχολείου στο διάλειμμα. Τι να σου λέω; Πάνε τόσα χρόνια από τότε. Τα μαλλιά του κοντοκουρεμμένα γιατί οι μανάδες μας μας κούρευαν σαν να ήμασταν πρόβατα τότε. Πάντοτε τυλιγμένος με έναν επίδεσμο, πότε χέρια, πότε πόδια, πότε το σκληρό του κεφάλι. Νόμιζε πως είναι ανθεκτικός. Δεν ήταν τελικά. Του έγραψε εκείνο το βράδυ, γιατί κατάλαβε πως δεν μπορούσε πια τίποτα να πει με το στόμα. Κι ήταν πολλά γιατί και στο παιχνίδι ήταν λιγάκι εγωίστρια και κακομαθημένη. Μα αν δεν τα πεις όταν πρέπει αυτά που θέλεις, κάποτε έρχεται η στιγμή που είναι αργά και δε σ’ ακούνε.

Ξανάφυγαν άνθρωποι απ’ τη ζωή της. Πάλι δεν είχε προλάβει να πει όσα ήθελε. Πάλι είχε κάνει λάθη. Πάλι τους έγραφε. Δεν ήταν κοινό μυστικό ότι έγραφε, όλοι το ξέρανε. Πάντα της άρεσε να χώνεται στα βιβλία και στα τετράδια, να διαβάζει με μανία και να χάνεται γύρω ο κόσμος, να μάθει τα πάντα. Ύστερα έγραφε πολύ. Το ημερολόγιο το μισούσε, ίσως γιατί τις ημερομηνίες τις θυμόταν όλες απ’ έξω κι ανακατωτά. Δυνατή μνήμη. Με λεπτομέρειες και πιο πολύ με συναισθήματα. Κανέναν δεν άφηνε να διαβάσει. Δεν ήθελε να ξέρει κανείς τις τύψεις της, τα λάθη της, τη θλίψη της. Μα όλοι κάπως λαθραία έβρισκαν κάποιο ξεχασμένο μουτζουρωμένο χαρτί και λέγαν στα κρυφά πόσο όμορφα γράφει. Αλίμονο αν τους έπαιρνε χαμπάρι τους λαθραναγνώστες. Έγραφε, έσβηνε, μουτζούρωνε, τσαλάκωνε χαρτιά και τα πετούσε, αν τύχαινε να τα ξαναδιαβάσει. Απαίσια τα έβρισκε, έβγαινε από μέσα της η μανία για τελειότητα.

Κι αν δεν το αγαπούσαν εκείνο το κορίτσι, κι αν δεν του έδειχναν στοργή κι αγάπη. Κανένας δεν το στέρησε από αγκαλιά ή χάδι κι οι φίλοι πάντοτε δίπλα, μα εκείνη πάλευε να ξεμακρύνει πάντοτε ένα βήμα. Της άρεσε η μοναξιά.

Μια φορά κι έναν καιρό το κορίτσι μεγάλωνε. Είχε μάθει να στηρίζεται στα πόδια του, είχε μάθει να διασκεδάζει, να αγαπιέται και ν΄αγαπάει. Αυτό το τελευταίο της πήρε καιρό. Σταμάτησε να γράφει. Είπε πως δε χρειάζεται πια. Τώρα δεν είχε τύψεις, δεν είχε πόνο μέσα της. Τον είχε συνηθίσει. Και την οργή της την εφηβική άρχισε να την κατευνάζει. Και εκείνα που είχε να χρεώσει στο θεό άρχισε να τα συζητάει μαζί του τις νύχτες. Έτσι προσευχόταν. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Απλά του μιλούσε. Είχε μάθει να λέει ευχαριστώ κι όχι να ζητάει. Πάλι έμοιαζε λίγο απόκοσμη. Μιλούσε δυνατά και πολύ, γελούσε τρανταχτά και ζούσε. Ταξίδευε και γνώριζε ανθρώπους, αλλά δεν άφηνε πότε πίσω εκείνους που την έφτιαξαν. Κι όλο μεγάλωνε ο κύκλος της αγάπης.

Τα βράδια που ήταν έτοιμη να γκρινιάξει – γιατί ήτανε βλέπεις κακομαθημένη – την κοίταζαν εκείνα τα μάτια του μικρού γελώντας και εκείνη έβαζε τα κλάματα. Ντροπή σου! Έλεγε στον εαυτό της. Έχεις τα πάντα. Έχεις χρόνο. Εκείνος δεν είχε. Του το χρωστάς. Τελικά χρωστούσε και σε κανα δυο τρεις ακόμα. Να γίνει ευτυχισμένη γιατί εκείνοι δεν πρόλαβαν.

Ήταν εγωίστρια και κακομαθημένη. Γιατί όλοι τριγύρω την έβρισκαν εύθραυστη κι ευαίσθητη. Πάλευαν να την προστατέψουν από τα συναισθήματά της. Μα πως; Κλείνεται εύκολα ένας άνθρωπος στο γυάλινο κόσμο της υπερπροστατευτικότητας. Μα πως να τον προστατέψεις από τον εαυτό του; Παράξενή ήταν. Δεν ταίριαζε πουθενά κι όλοι την ήθελαν εκεί. Κάπνιζε στα κρυφά. Είχε πει πως όλα τα τρελά της θα τα κάνει λαθραία. Μα δεν ήταν κι ανθρωπος ικανός να κρυφτεί. Στα άκρα έλεγε. Να ζήσει ήθελε. Στο όλα ονειρευόταν. Και στο πρόσωπό της έβλεπες διάφανα τα πάντα. Στα μάτια της έβλεπες κι εκείνα που ήθελε με μανία.

Τους καταλάβαινε τους ανθρώπους. Μετά τη θεωρία των βιβλίων έρχεται η πρακτική. Κανένας δε φοβόταν την αλήθεια της, ακόμη κι όταν θύμωνε σαν λέαινα που βρυχάται και φώναζε αλήθειες με έναν τρόπο που πλήγωνε βαθιά. Μετά την καταιγίδα ερχόταν πάντα ένα ουράνιο τόξο. Δε ζήταγε συγγνώμη, δεν έλεγε “σ’ αγαπώ”. Το έβρισκε αδυναμία.

Ξανάρχισε να γράφει μανιωδώς, όταν άρχισε να πνίγεται. Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά. Είχε γράψει μονάχα για κάτι έρωτες εφηβικούς κι αστείους, μα δεν την ικανοποιούσαν τα γραπτά της. Και λίγο για των άλλων τα προβλήματα. Γιατί γινότανε όλα δικά της. Έτσι τα ένιωθε. Ήθελε να αλλάξει τον κόσμο κι αν δεν μπορούσε την έπιανε τρέλα. Η θλίψη των άλλων μετουσιωνόταν σε θυμό όταν δε μπορούσε να βοηθήσει. Μονάχα στην απελπισία της έβρισκε τη δύναμή της. Έγραφε, κι όσο έγραφε τόσο ξύπναγε από το λήθαργο, τόσο έβλεπε πιο σκληρή, πιο δυνατή, πιο ωμή την πραγματικότητα. Είχε ανακαλύψει τον τρόπο να μοιάζουν όλα όμορφα ακόμη κι όταν δεν ήταν και τον χρησιμοποιούσε. Είχε γνωρίσει τον έρωτα, εκείνον που νόμιζε ένα και μοναδικό. Θυσίαζε για χάρη του και τη ζωή της. Μα δεν έπρεπε. Δεν ήξερε. Ήταν ακόμα παιδί. Τα βλέπεις τα λάθη μεγαλώνοντας.

Τα είχε ξεχάσει εκείνα τα παιδιάστικα μάτια και δε χρωστούσε πια σε κανέναν. Μα ήταν ένα βράδυ που την επισκέφτηκαν πάλι να της θυμίσουν πόσο μικρή είναι η ζωή και πόσο το είχε ξεχάσει. Είχε από καιρό πάψει να χαμογελά.
Έφυγε κι άρχισε να γράφει κάθε μέρα. Ξανά και ξανά. Μόλις ηρέμησε, σταμάτησε να γράφει και γνώρισε άλλο ένα ζευγάρι μάτια. Ένιωθε πως τα περίμενε καιρό και τρόμαξε. Τα κυνήγησε και τρόμαξαν εκείνα. “Μη δίνεις στους ανθρώπους τα πάντα. Μη δίνεις τον εαυτό σου.”, της είπε μια φωνή μέσα στο κεφάλι της. “Αν θέλουν και μπορούν θα προσπαθήσουν μόνοι τους να τα αποκτήσουν.”.

Αυτός ο έρωτας πάντα την επισκεφτόταν ξαφνικά. Χωρίς προειδοποίηση. Κεραυνοβόλα λένε. Ίσως απλά ήθελε πολύ να ερωτευτεί. Ίσως απλά ήθελε πολύ να την ερωτευτούν.

Ξανάρχισε να γράφει όταν της έλειπαν αυτά τα μάτια. Προσπαθούσε με τον τρόπο της να τους πει πως δε θέλει να είναι μακριά τους. Μα εκείνα δεν ήθελαν να έρθουν. Αν ήθελαν θα είχαν έρθει, θα την είχαν εκπλήξει γιατί αλήθεια δεν τα περίμενε ποτέ. Μέσα της ήξερε. Ύστερα προσπάθησε να τα μισήσει για να θυμώσουν και να φύγουν οριστικά από το κεφάλι της. Είχανε βλέπεις εγκαθιδρύσει τυραννικό πολίτευμα κι εκείνη σιχαινόταν την πολιτική. Δεν έφυγαν. Ούτε τα μίσησε. Κουράστηκε πολύ να παλεύει να τα διώξει. Έγραφε, έγραφε, έγραφε, ώσπου πονούσαν τα χέρια της, ώσπου σβήναν τα μάτια της. Απλώς εκείνα τα μάτια δεν είχαν θέση εκεί. Δεν το είχε καταλάβει πως τα κρατούσε με το ζόρι. Ξύπνησε ένα πρωί κι είπε δε θα τους ξαναγράψει, γιατί της είπαν πως τα πρόδωσε. Άσχημη λέξη. Μπορεί και να είχαν δίκιο. Είχε καιρό να τα δει κι όταν τα συνάντησε φοβήθηκε να τα κοιτάξει.

Γράφει, γράφει, γράφει για τον εαυτό της, πάντα γι’ αυτόν έγραφε. Για να πάψει να σκέφτεται, για να αδειάσει το μυαλό της, αλλά δεν μπορεί. Κάποια στιγμή θα μπορέσει. Κάποτε θ’ αρχίσει να κοιμάται και το βράδυ. Για λίγο καιρό θα πάψει να γράφει. Κι ύστερα ποιος ξέρει…

Δείτε ακόμη...

Απάντηση