Έχει πανσέληνο απόψε, και μου λείπει η αγκαλιά σου.
Να με κρατούσες σφιχτά… εσύ εγώ και η ροζ fleece κουβερτούλα μου. Αγκαλιά στον καναπέ, μπροστά στο παράθυρο, να κοιτάμε το γεμάτο φεγγάρι και ακριβώς από κάτω το δίδυμο αδερφάκι του. Αυτό που μόνο εμείς μπορούμε να δούμε. Από το μπαλκόνι μας. Αυτό το δίδυμο φεγγάρι που σχηματίζεται στην επιφάνεια της θάλασσας. Εκείνης, που πάντα λέγαμε πως είναι η δική μας ιδιωτική πισίνα. Αυτή, που πάντα μας έφερνε γαλήνη και ηρεμία είτε με το καταγάλανο χρώμα της το πρωί, είτε με το απαλό κύμα της το βράδυ.
Ν΄άνοιγες το αγαπημένο μου μπουκάλι κρασί. Να το πίναμε μαζί στο μπαλκόνι. Αγόρασα ένα σήμερα. Το κοιτάζω εκεί στο ράφι που βρίσκεται και σκέφτομαι πως δεν θα έχει την ίδια γεύση, αν το ανοίξω εγώ. Δεν θα έχει το ίδιο μεθυστικό άρωμα αν το πιω μόνη. Δε θα χασκογελάω ήδη στο δεύτερο ποτήρι χωρίς λόγο και αιτία, χωρίς να έχεις μιλήσει καν, για να πεις ότι κάτι ήταν που το βρήκα αστείο. Μπορεί να γελούσα από το κρασί, μπορεί να γελούσα από ευτυχία, ποιος ξέρει…
Κοιτάζω ξανά το φεγγάρι. Ανέβηκε πιο ψηλά. Λίγο έμεινε ακόμα μέχρι να φύγει από το παράθυρο μου. Λίγο έμεινε μέχρι να προλάβεις.
Να τελείωνε το μπουκάλι και να άρχιζα να νυστάζω. Να μου λες να πάμε να ξαπλώσουμε και να σου λέω “Λίγο ακόμα….”. Να κλείνουν τα μάτια μου και σιγά σιγά να αποκοιμιέμαι στην αγκαλιά σου, ενώ εσύ επιμένεις ακόμα να πάμε στο κρεβάτι. Μέχρι να χαθεί το φεγγάρι. Μέχρι να σκοτεινιάσει ο ουρανός. Μέχρι να φανούν πάλι τα αστέρια.
Άλλη μια πανσέληνος χάθηκε. Άλλος ένας κύκλος έκλεισε. Και το μπουκάλι στο ράφι κλειστό.